Υπάρχει εναλλακτική στον λαϊκισμό και τα άκρα;

Άρθρο του Γιώργου Καμίνη στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ

06 Μαΐου 2022

‘Οποιος έχει παρακολουθήσει προσεκτικά τις σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης κατά τις τελευταίες δεκαετίες, γνωρίζει ότι κατά την ύστερη φάση της Μεταπολίτευσης, την οποία μπορούμε σχηματικά να τοποθετήσουμε στα έτη 1993-2009, ο ελληνικός λαός εκδήλωσε μια εκ πρώτης όψεως αντιφατική στάση : από τη μία πλευρά υπερψήφιζε τους δύο κυρίαρχους κομματικούς σχηματισμούς, ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, που εναλλάσσονταν στην κυβερνητική εξουσία συγκεντρώνοντας από κοινού πάνω από το 80% των ψήφων· από την άλλη, όμως, τοποθετούσε πολύ χαμηλά στις προτιμήσεις του τους δημοκρατικούς θεσμούς (Βουλή, πολιτικά κόμματα, τοπική αυτοδιοίκηση, συνδικάτα) και πολύ υψηλά θεσμούς με παραδοσιακή νομιμοποίηση και έντονα συντηρητική απόχρωση (ένοπλες δυνάμεις, εκκλησία, σώματα ασφαλείας). Εκ των υστέρων, η αντίφαση αυτή εξηγείται από το γεγονός ότι, σε γενικές γραμμές, η περίοδος αυτή χαρακτηρίστηκε από μια πρωτόγνωρη για τα ελληνικά δεδομένα οικονομική ευμάρεια, την οποία πιστώθηκαν τα δύο μεγάλα πολιτικά κόμματα. Κατά τα λοιπά, όμως, η κοινή γνώμη χρέωνε στον κυρίαρχο δικομματισμό όλες τις χρόνιες παθογένειες της δημόσιας ζωής (οικονομική διαφθορά, πελατειακό σύστημα διακυβέρνησης, ανικανότητα της δημόσιας διοίκησης κ.λπ.).

‘Οταν όμως έσκασε η οικονομική φούσκα και η χώρα μπήκε στους μνημονιακούς κορσέδες, εκδηλώθηκε ανοιχτά και η υφέρπουσα μέχρι τότε κρίση νομιμοποίησης του κομματικού συστήματος. Οι διπλές εκλογές της ‘Ανοιξης του 2012 σηματοδοτούν το απότομο γκρέμισμα των προσδοκιών μιας ολόκληρης κοινωνίας που έφερε και το τέλος του κυρίαρχου δικομματισμού. Αυτές ήταν οι εκλογές του «μεγάλου θυμού». Τότε μπήκαν οι βάσεις για τις νέες πολιτικές στοιχίσεις, οι οποίες θα λάμβαναν σάρκα και οστά τα επόμενα χρόνια, με βάση την τομή μνημόνιο/αντιμνημόνιο. Μια πραγματική «εποχή των τεράτων», με κύρια χαρακτηριστικά τον άκρατο και διχαστικό λαϊκισμό, την επικίνδυνη απαξίωση του πολιτικού συστήματος, την ανάδυση εγκληματικών ιδεολογικών ρευμάτων, την αποθέωση της βίας.

Στην Αθήνα, όμως, είχαμε το δυσάρεστο προνόμιο να έχουμε πάρει μία πρόγευση από το μέλλον, ήδη από τις δημοτικές εκλογές του 2010. Τη μεγάλη χαρά και προσωπική ικανοποίηση το βράδυ εκείνων των εκλογών σκίασε η είσοδος του συνδυασμού της Χρυσής Αυγής στο Δημοτικό Συμβούλιο, με το εντελώς απροσδόκητο ποσοστό του 5,29%.

Αν το καλοσκεφτεί πάντως κανείς, τα αποτελέσματα των δημοτικών εκλογών του 2010 στις δύο μεγάλες πόλεις της χώρας, Αθήνα και Θεσσαλονίκη, υποδηλώνουν τους δύο διαφορετικούς δρόμους που διανοίγονταν τότε στη χώρα. Από τη μία πλευρά, η επιλογή των άκρων, όπως πιστοποιούσε η άνοδος της Χρυσής Αυγής, μαζί με την είσοδο για πρώτη φορά και της ακραίας εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς (“Ανταρσία στην Αθήνα”). Από την άλλη, η ανάδειξη στο δημαρχιακό αξίωμα του Γ. Μπουτάρη στη Θεσσαλονίκη και του επιγραφόμενου στην Αθήνα, επιλογές αμφότερες που επιβεβαιώθηκαν στις δημοτικές εκλογές του 2014, έδειξαν ότι η αμφισβήτηση του στάτους κβο του κομματικού συστήματος θα μπορούσε να έχει λάβει μια πιο δημιουργική κατεύθυνση. Αν μη τι άλλο, τόσο στην Αθήνα όσο και στη Θεσσαλονίκη υιοθετήθηκε ένα ύφος και περιεχόμενο διακυβέρνησης που ερχόταν σε ρήξη με τις αρνητικές όψεις του παρελθόντος : εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών, στήριξη των αδυνάμων, απόρριψη των πελατειακών πρακτικών, στενή συνεργασία με την κοινωνία των πολιτών, σεβασμός στους δημοκρατικούς θεσμούς και δημιουργική εξωστρέφεια στο διεθνές πεδίο.

Δεν είναι τυχαίο ότι αυτό το αντιπαράδειγμα σε σχέση με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα εμφανίστηκε στον χώρο της τοπικής αυτοδιοίκησης. Εκεί όπου ο πολίτης περιμένει απτά αποτελέσματα και δεν πέφτει θύμα των κεντρικών πολιτικών αφηγημάτων ούτε της ακραίας ρητορικής. Οι μεγάλες πόλεις, χωνευτήρια πολιτισμών, εργαστήρια ιδεών και υποδοχείς καινοτομίας, πάντοτε δείχνουν τον δρόμο.

Τα πράγματα όμως πήραν άλλο δρόμο. Τα απότοκα της περιόδου εκείνης τα βλέπουμε ακόμη και σήμερα: ο ανορθολογισμός απλώς μεταφέρεται από το πεδίο της οικονομίας στα εμβόλια, τον κορωνοϊό, τη μετανάστευση, τη ρωσική εισβολή. Σήμερα, που η χώρα μας αρχίζει να ψηλαφεί τις μεγάλες προκλήσεις των επόμενων δεκαετιών, και προσπαθεί να ανασυνταχθεί μετά τη διαρκή εναλλαγή κρίσεων της τελευταίας δεκαετίας, δεν έχουμε την πολυτέλεια για ακόμη μια χαμένη δεκαετία.

Μοιραστείτε

Share on facebook
Share on google
Share on twitter
Share on linkedin
Share on pinterest
Share on print
Share on email