4 Ιουνίου 2022
Ο νέος Κώδικας για τα δικαστήρια και τους δικαστικούς λειτουργούς που εγκρίθηκε προχτές από την κυβερνητική πλειοψηφία της Βουλής, αντικαθιστά τον Κώδικα του 1988, ένα νομοθέτημα δηλαδή που συμπληρώνει σχεδόν ένα τέταρτο του αιώνα.
Θα ανέμενε λοιπόν κανείς να έχει προηγηθεί μια διεξοδική διαβούλευση με τους εμπλεκόμενους φορείς, κυρίως τους δικαστές και τους δικηγόρους, αλλά και με τον βασικό εκπρόσωπο των τοπικών κοινωνιών, την ΚΕΔΕ, αφού το νομοθέτημα ανοίγει πια τον δρόμο για να αλλάξει και ο δικαστηριακός χάρτης της χώρας και εισάγει νέα δεδομένα, όπως μεταξύ άλλων, οι τηλεματικές δίκες. Δυστυχώς όμως αυτό δεν έγινε, παρότι υπήρξε χρόνος. Για τον λόγο αυτό και πρόκειται για ένα νομοθέτημα κατά βάση άτολμο, με συνέπεια ο δρόμος για την επίλυση του προβλήματος των μεγάλων καθυστερήσεων, για τον εξορθολογισμό και εκσυγχρονισμό της απονομής της Δικαιοσύνης να είναι ακόμη μακρύς.
Η δικαιοσύνη θα συνεχίσει να κινείται αργά· δύσκολα θα αποχωριστεί τους απαρχαιωμένους κανόνες οργάνωσης και λειτουργίας της, αυτό το ασφυκτικά ιεραρχικό σύστημα που σκεπάζει με ένα μαύρο πέπλο συντηρητισμού ολόκληρο το δικαστικό σώμα. Όσο μάλιστα η αξιολόγηση των δικαστών θα συνεχίσει να διενεργείται από τους ιεραρχικά προϊσταμένους τους, το σκληρωτικό σύστημα θα αναπαράγεται. Υπάρχουν και άλλα συστήματα αξιολόγησης που καλλιεργούν ελεύθερες δικαστικές συνειδήσεις.
Η Κυβέρνηση αναζητά τις λύσεις για την αξιολόγηση των δικαστών σε κριτήρια προκρούστεια, που ευλόγως αμφισβητήθηκαν έντονα ως προς αποτελεσματικότητά τους, όπως για παράδειγμα ο αριθμός των αναβολών που χορηγεί ένας δικαστής ή ο αριθμός των αποφάσεων που εκδίδει αλλά στη συνέχεια ανατρέπονται στον επόμενο βαθμό εκδίκασης. Με αυτή τη μηχανιστική λογική, η Κυβέρνηση αποδίδει εμμέσως τις αιτίες των καθυστερήσεων στους υπερφορτωμένους με υποθέσεις δικαστές.
Κάτι πρέπει να αλλάξει στη δικαιοσύνη, είναι το μόνο σίγουρο. Αλλά με αποσπασματικά και φοβικά βήματα η αλλαγή δεν θα έρθει.
Αυτό που χρειάζεται είναι μια ανατροπή της κυρίαρχης αντίληψης, ότι ο πολίτης θα βρει το δίκιο του μόνον αφού διασχίσει την πόρτα του δικαστηρίου.
Η προώθηση των εναλλακτικών (εξωδικαστικών) μεθόδων επίλυσης των διαφορών των πολιτών, όπως είναι η διαμεσολάβηση μοιάζει να είναι ο μοναδικός δρόμος. Έχουμε αφήσει τον θεσμό της διαμεσολάβησης να καρκινοβατεί. Προτιμάμε την πεπατημένη της δικαστικής διένεξης, τη θαλπωρή του οικείου όσο φθαρμένο και αν είναι, που ευνοεί τα κατεστημένα συμφέροντα στην απονομή της δικαιοσύνης. Αυτό που θα έπρεπε να έχει ήδη γίνει, είναι μία αποτίμηση του θεσμού της διαμεσολάβησης όπως (δεν) λειτουργεί σήμερα και μια γενναία συμφωνία όλων των κοινωνών του δικαίου ότι θα τον ενισχύσουμε και θα τον επεκτείνουμε και σε κατηγορίες διαφορών που δεν περιλαμβάνει σήμερα.
Η διαμεσολάβηση δεν αντικαθιστά τη δικαστική εξουσία, αλλά συμπορεύεται μαζί της· τη συμπληρώνει και την υποβοηθά προάγοντας ένα συνολικό σύστημα απονομής της Δικαιοσύνης αξιόπιστο και αποτελεσματικό. Παράλληλα, διαπαιδαγωγεί τους πολίτες στη λογική ότι τις διαφορές τους μπορούν να τις επιλύουν συναινετικά, χωρίς να χρειάζεται να κατέλθουν στην αρένα του δικαστηρίου, όπου κατά κανόνα ξοδεύουν χρήματα, χρόνο και ψυχικά αποθέματα.
Το Υπουργείο οφείλει με τόλμη να προχωρήσει κάμπτοντας τις αντιστάσεις κάποιων δικαστών που ζηλότυπα διαφυλάσσουν την προνομιακή τους θέση μέσα στο σύστημα, αλλά και τους δικηγόρους εκείνους που (αδίκως) φοβούνται πως θα έτσι θα χάσουν “δικηγορική ύλη”.
Εάν πειθαναγκαστούν οι πρωταγωνιστές, θα προσχωρήσουν και οι κομπάρσοι. Οι ταλαιπωρημένοι πολίτες θα εμπιστευτούν και τον «άλλο δρόμο» επίλυσης των διαφορών τους, χωρίς να καταφεύγουν με την πρώτη ευκαιρία στα Δικαστήρια και να ξεροσταλιάζουν αναμένοντας τη λύση μετά από χρόνια.