Ομιλία στην παρουσίαση του βιβλίου «Η σοσιαλδημοκρατία στο προσκήνιο ξανά;»

Η ομιλία του Γιώργου Καμίνη στην παρουσιάση του βιβλίου «Η σοσιαλδημοκρατία στο προσκήνιο ξανά;», στο Κιλκίς

Θα ήθελα κατ’αρχάς να ευχαριστήσω τον Στέφανο Παραστατίδη για την πρόσκληση να μιλήσω για το βιβλίο “Η σοσιαλδημοκρατία στο προσκήνιο ξανά;” των Εκδόσεων ΠΟΛΙΣ. Πρόκειται για τον εκδοτικό οίκο που επί σχεδόν τρεις δεκαετίες έχει γονιμοποιήσει όσο κανένας άλλος, μέσα από πλήθος έργων, ελλήνων και ξένων συγγραφέων, τον εγχώριο διάλογο για τις ιδέες της Αριστεράς και της Σοσιαλδημοκρατίας. 

Για λόγους οικονομίας χρόνου, θα ξεκινήσω λέγοντας ότι υπάρχουν πολλές διαπιστώσεις κοινές, στις οποίες οι πέντε συγγραφείς φαίνεται πως συγκλίνουν, καθένας βεβαίως με το ύφος του και από την ιδιαίτερη σκοπιά του. Τις κωδικοποιώ κάπως σχηματικά για λόγους συντομίας: Φαίνεται πως μέσα από διαδοχικές κρίσεις και διαταραχές πλανητικής εμβέλειας (χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, την ήδη παρούσα και ενεργή κλιματική κρίση, το μεταναστευτικό, την πανδημία, τη 4η βιομηχανική επανάσταση κ.λπ), οι συγγραφείς τείνουν να συμφωνήσουν πως η σοσιαλδημοκρατία επανακάμπτει. Επανάκαμψη που πρωτίστως οφείλεται στα βαθιά ρήγματα με το παρελθόν που προκάλεσε η παγκοσμιοποίηση υπό την ηγεμονία του οικονομικού νεοφιλελευθερισμού του διδύμου Ρήγκαν/Θάτσερ. Η απουσία διεθνών μηχανισμών, ικανών να παρέμβουν ρυθμιστικά, προκειμένου να διασφαλίσουν μια όσο το δυνατόν λιγότερο οδυνηρή μετάβαση στις νέες πραγματικότητες, προκάλεσε τεράστιες κοινωνικές ανισότητες και ένα γενικευμένο αίσθημα φόβου και ανασφάλειας που τόσο ο δεξιός όσο και ο αριστερός λαϊκισμός ταχέως μπόρεσαν να εκμεταλλευτούν λόγω της ούτως ή άλλως απλουστευτικής προσέγγισης που τρέφουν έναντι της πραγματικότητας. Την ίδια στιγμή όμως η σοσιαλδημοκρατία συνελήφθη κοιμώμενη, καθώς είχε παραδοθεί στη μακαριότητα του “Τρίτου δρόμου” του Τόνι Μπλέρ ή στην Ατζέντα 2010 του Γκέρχαρντ Σρέμπερ, που δικαίως ή αδίκως, αδίκως κατ’εμέ, κατηγορούνται ότι παρέδωσαν δέσμια τη σοσιαλδημοκρατία στον νεοφιλελευθερισμό. 

Πράγματι, μετά τη χρυσή μεταπολεμική της τριακονταετία, κάπου στα μέσα της δεκαετίας ‘70, η σοσιαλδημοκρατία άρχισε σταδιακά να χάνει την επαφή της με τα εργατικά και λαϊκά στρώματα, χωρίς η απώλεια αυτή να αντισταθμίζεται από την επιτυχημένη διείσδυση των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων στις διεθνοποιημένες ελίτ των πόλεων. Την ίδια στιγμή, η σοσιαλδημοκρατία απέτυχε να ενσωματώσει στους κόλπους της τα νέα κοινωνικά κινήματα που είχαν αρχίσει σταδιακά, από τη δεκαετία ‘60, να εμφανίζονται στο προσκήνιο. Οι Πράσινοι, τα κινήματα σεξουαλικής ταυτότητας, το φεμινιστικό κίνημα, τα κινήματα των εθνικών μειονοτήτων σε χώρες όπως η Μεγ. Βρετανία και η Ισπανία, όλοι αυτοί διατηρούν ακόμη και σήμερα με τη σοσιαλδημοκρατία μια επαμφοτερίζουσα στάση, που διαρκώς ταλαντεύεται μεταξύ ανταγωνισμού και ευκαιριακής συνεργασίας. Ουδέποτε πάντως η σχέση αυτή απέκτησε, έστω και πρόσκαιρα, τα χαρακτηριστικά της οιονεί οργανικής ταύτισης που στη χρυσή εποχή της είχε σφυρηλατήσει η σοσιαλδημοκρατία με τα συνδικάτα των εργαζομένων του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα. Αυτός ο υπαρξιακός δεσμός, που διασφάλισε στα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Δυτικής Ευρώπης, καθ’όλη τη διάρκεια της χρυσής τριακονταετίας, το μεγαλύτερο μέρος της εκλογικής βάσης τους άρχισε σταδιακά να ατονεί. Στην περίπτωση των συνδικάτων του ιδιωτικού τομέα λόγω της εκτεταμένης αποβιομηχάνισης που στέρησε από τη σοσιαλδημοκρατία το βαρύ πυροβολικό της, τους βιομηχανικούς εργάτες, ενώ ταυτόχρονα το New Public Management, που εισήγαγε μεθόδους του ιδιωτικού τομέα στη δημόσια διοίκηση, σε συνδυασμό με την ιδιωτικοποίηση σειράς δημοσίων υπηρεσιών, τραυμάτισε καίρια τις σχέσεις της σοσιαλδημοκρατίας με τα συνδικάτα του δημόσιου τομέα. Καταλαβαίνουμε λοιπόν γιατί τα τελευταία χρόνια βλέπουμε τους λαϊκιστές της δεξιάς και της αριστεράς να καταλαμβάνουν, το ένα μετά το άλλο, τα παραδοσιακά εκλογικά φέουδα της σοσιαλδημοκρατίας. Αλλά και αντίστροφα, δεν διέφυγε της προσοχής κανενός ότι στο κοσμοπολίτικο Λονδίνο, προπύργιο της διεθνοποιημένης ελίτ της Μεγ. Βρετανίας, επικράτησε πανηγυρικά η ψήφος υπέρ του Bremain (δηλαδή της παραμονής στην Ε.Ε.) κατά το δραματικό δημοψήφισμα του 2016.

Αυτή η σταδιακή αποξένωση της σοσιαλδημοκρατίας από τα λαϊκά στρώματα, ιδίως από τους χαμένους της παγκοσμιοποίησης, που αποτυπώθηκε στην πτώση των εκλογικών ποσοστών της υπέρ των λαϊκιστών της δεξιάς ή της αριστεράς είναι κοινή διαπίστωση. Ακραίο παράδειγμα αποτελεί ο εκλογικός καταποντισμός του ΠΑΣΟΚ το 2015, φαινόμενο που καταγράφηκε στη διεθνή βιβλιογραφία ως pasokification, όρος που έκτοτε χρησιμοποιείται για να περιγράψει την απανταχού υποχώρηση των εκλογικών ποσοστών των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων.

Επί οκτώ χρόνια το κόμμα αυτό, ως ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΗΜΑ ΑΛΛΑΓΗΣ πια, προσπαθεί να ξαναβρεί τον βηματισμό του διεκδικώντας από τον ΣΥΡΙΖΑ την ηγεμονία στον ευρύτερο χώρο της Κεντροαριστεράς. Πολλοί υποστηρίζουν ότι τον δρόμο εν προκειμένω μας τον δείχνουν οι δύο χώρες της Ιβηρικής Χερσονήσου. Η ανθεκτικότητα των ισπανών σοσιαλιστών και ο πρόσφατος εκλογικός θρίαμβος των πορτογάλων, ισχυρίζονται κάποιοι πως οφείλεται στο γεγονός ότι η σοσιαλδημοκρατία εκεί δεν έχασε την ψυχή της συνεργαζόμενη με τα συντηρητικά πολιτικά κόμματα, αλλά ότι στράφηκε προς τα αριστερά μέσα από την κυβερνητική συνεργασία της με τις κομμουνιστικές ή ριζοσπαστικές δυνάμεις της Αριστεράς. Παραλείπου όμως να υπογραμμίσουν πως και στις δύο περιπτώσεις η σοσιαλδημοκρατία αποτελούσε εξαρχής τον ισχυρότερο εταίρο της συνεργασίας τόσο εκλογικά όσο και κοινοβουλευτικά. Στην Ελλάδα τα πράγματα είναι βεβαίως εκ διαμέτρου αντίθετα, αφού προς το παρόν τουλάχιστον τόσο η κάλπη του 2019 όσο και οι δημοσκοπήσεις έκτοτε καταγράφουν τον ΣΥΡΙΖΑ σταθερά να προηγείται. Και από εδώ βεβαίως ξεκινούν τα μεγάλα διλήμματα που καλείται να αντιμετωπίσει το ΠΑΣΟΚ εν όψει της επερχόμενης εκλογικής αναμέτρησης. Αυτά όμως δεν είναι της παρούσης.

Σε κάθε περίπτωση, πάντως, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι για μεγάλο χρονικό διάστημα η σχέση του ΠΑΣΟΚ με τη σοσιαλδημοκρατία υπήρξε τουλάχιστον αμφίθυμη. Επί μια εικοσαετία περίπου μετά την ίδρυσή του η κυρίαρχη κομματική αντίληψη αποκήρυσσε ως δεξιά απόκλιση κάθε απόπειρα ταύτισης του ΠΑΣΟΚ με τη σοσιαλδημοκρατία. Ασφαλώς υπάρχουν κάποια ριζοσπαστικά και λαϊκιστικά χαρακτηριστικά του ΠΑΣΟΚ της πρώτης περιόδου που δεν ταιριάζουν σε σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Από την άλλη πλευρά όμως το ΠΑΣΟΚ υπήρξε αναμφίβολα ο κληρονόμος της βενιζελικής παράταξης, η οποία έδωσε μεγάλες μάχες υπέρ της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, εισήγαγε την πρώτη εργατική νομοθεσία ήδη πριν από τους βαλκανικούς πολέμους και θεμελίωσε το κράτος πρόνοιας στην τετραετία 1928-1932. Αλλά δημοκρατία, δικαιώματα, κράτος δικαίου και κράτος πρόνοιας είναι οι τέσσερις διαχρονικοί πυλώνες της σοσιαλδημοκρατίας. Στον μακρύ ιστορικό χρόνο εντοπίζουμε λοιπόν μια διαδρομή με έκδηλα σοσιαλδημοκρατικά χαρακτηριστικά που ξεκινά από τον βενιζελισμό, συνεχίζεται μεταπολεμικά με τη μεγάλη παράταξη του δημοκρατικού Κέντρου για να καταλήξει στο σημερινό ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής. Οι κατά καιρούς παρεκβάσεις από κάποια σοσιαλδημοκρατική ορθοδοξία -και άραγε ποιά θα ήταν αυτή;- εξηγούνται από τις ιδιομορφίες του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού σε συνδυασμό με τους αλλεπάλληλους διχασμούς που πόλωσαν το πολιτικό σύστημα της χώρας μας κατά τη διάρκεια του προηγούμενου αιώνα. Από τη διαχρονική πορεία των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων της Δυτικής Ευρώπης γνωρίζουμε ότι αυτά πολιτεύτηκαν όχι μόνον με συγκρούσεις αλλά και με διαρκείς συμβιβασμούς και συναινέσεις με τους πολιτικούς τους αντιπάλους. Η πόλωση και ο διχασμός δεν ευνοούν τη σοσιαλδημοκρατία. Λειτουργώντας μέσα στο πλαίσιο της δημοκρατικής αντιπαράθεσης, η σοσιαλδημοκρατία, ακόμη και όταν επιλέγει τη σφοδρή σύγκρουση, δεν βλέπει απέναντί της εχθρούς προς εξόντωση, αλλά πολιτικούς αντίπαλους. Δυστυχώς, αυτό που συνέβη στη χώρα μας, άλλοτε μεν συνέθλιψε τις μετριοπαθείς δυνάμεις της κεντροαριστεράς στις συμπληγάδες της εμφύλιας αντιπαράθεσης της δεξιάς με την κομμουνιστική αριστερά, άλλοτε δε οι μετριοπαθείς κεντροαριστεροί εξωθήθηκαν να καταλάβουν το ένα άκρο της διχαστικής πόλωσης απέναντι στη συντήρηση.

Οι περισσότεροι συγγραφείς του βιβλίου αναφέρονται στο καταπληκτικό βιβλίο της Σέρι Μπέρμαν για το πρωτείο της πολιτικής. Με εντυπωσιακή διαύγεια η Μπέρμαν μας εξηγεί πώς η ιστορική σοσιαλδημοκρατία κατέκτησε την πολιτική ηγεμονία στον χώρο της Αριστεράς μέσα από μια ενεργή πολιτική δράση σε αντίθεση με τον παθητικό οικονομισμό των κομμουνιστικών κομμάτων της Τρίτης Διεθνούς. Και βεβαίως μια σοσιαλδημοκρατική πολιτική ασκείται κυρίως μέσω του κράτους. Η σοσιαλδημοκρατία παρεμβαίνει, προκειμένου να ασκήσει την αναδιανεμητική της πολιτική, να οικοδομήσει το κράτος πρόνοιας, να εξαλείψει τη φτώχεια, να ενισχύσει την πρόσβαση των αδύναμων στην εκπαίδευση μέσα από θετικές διακρίσεις κ.ο.κ.. ‘Ολα αυτά είναι πολιτικές που ξεδιπλώνονται μέσα από τους μηχανισμούς του δημοσίου.

Είναι αποφασιστικού χαρακτήρα λοιπόν η σχέση που οικοδομεί η σοσιαλδημοκρατία με τον δημόσιο τομέα. Αν θα υποστηρίξει σθεναρά τη διαφάνεια και τη δημόσια λογοδοσία, την αξιοκρατία, την αποκέντρωση της εξουσίας, την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, με λίγα λόγια κάθε αρχή και αξία που οικοδομεί θεσμούς που λειτουργούν υπέρ της κοινωνίας. Θεσμούς που σε τελική ανάλυση ενδυναμώνουν την ίδια την κοινωνία, εξοπλίζοντας με δικαιώματα τους πολίτες και τονώνοντα συνάμα την ευθύνη τους απέναντι στο κοινωνικό σύνολο.

Οι αρχές αυτές συγκροτούν βεβαίως την πολυεπίπεδη σχέση της σοσιαλδημοκρατίας όχι μόνο με το εθνικό κράτος αλλά και με τις διεθνείς ή διακρατικές οντότητες μέσα στις οποίες καλείται να ασκήσει την επιρροή της. Και για να επιστρέψουμε εκεί από όπου ξεκινήσαμε, οφείλουμε να συμφωνήσουμε πως η παγκοσμιοποίηση είναι ένα φαινόμενο που δεν έχει επιστροφή. Το ζητούμενο για τη σοσιαλδημοκρατία λοιπόν δεν είναι η αμυντική αναδίπλωση στα στενά όρια του έθνους κράτους, αλλά το πώς θα σταματήσει τον εκτροχιασμό της παγκοσμιοποίησης από μια διαδικασία που ευνοεί τους λίγους σε μια άλλη υπέρ των πολλών, από την απορρύθμιση των αγορών στην οικεία στη σοσιαλδημοκρατία πολιτική της ρύθμισης, σήμερα όμως πια σε πλανητικό επίπεδο. Για τις ευρωπαϊκές χώρες λοιπόν, όπου γεννήθηκε και άκμασε η σοσιαλδημοκρατία, ο μόνος δρόμος είναι η διαρκής εμβάθυνση της διαδικασίας προς την ευρωπαϊκή ενοποίηση.

Η σεμνότητα του οικοδεσπότη μας είναι γνωστή σε όλους όσοι τον γνωρίζουν προσωπικά. Υποψιάζομαι λοιπόν πως θα τον φέρω σε πολύ άβολη θέση εξαίροντας ένα χαρακτηριστικό της δικής του συμβολής στο βιβλίο. Γιατί το κείμενο του Παραστατίδη έχει το χάρισμα να μας μιλάει για τη σοσιαλδημοκρατία μέσα από μια ολοκληρωμένη, μια πολυεπίπεδη προσέγγιση. Αντλώντας από ένα πνευματικό οπλοστάσιο εξοικειωμένο με τους πιο σύγχρονους προβληματισμούς της πολιτικής φιλοσοφίας, το κείμενο του Παραστατίδη ξεκινά από τις διάφορες όψεις της ισότητας και της ελευθερίας για να καταλήξει σε συγκεκριμένες προγραμματικές προτάσεις για τα θέματα υγείας, για τον ρόλο του δημόσιου σχολείου, για τον αναδιανεμητικό ρόλο της φορολογίας, ακόμη και για τον τρόπο οργάνωσης ενός σύγχρονου σοσιαλδημοκρατικού κόμματος. Θα συνιστούσα στους αρμόδιους του κόμματός μου να εξοικονομήσουν λίγο από τον χρόνο τους και να το διαβάσουν. Δεν θα βγουν ζημιωμένοι.

Φίλες και φίλοι, μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου, υποστηρίχθηκε ότι είχε πλέον επέλθει το “τέλος της ιστορίας”, υπό την έννοια ότι σε όλον τον κόσμο θα κυριαρχούσε μοιραία η φιλελεύθερη δημοκρατία. Γνωρίζουμε πολύ καλά πως αυτό δεν συνέβη. Δεν συνέβη όμως ούτε αυτό στο οποίο είχαν πιστέψει οι αριστεροί της γενιάς μου, ότι δηλαδή η μακρά πορεία της ανθρωπότητας θα είχε μια επίσης μοιραία κατάληξη, τον σοσιαλισμό, στον οποίο, σύμφωνα με την περίφημη φράση του Μαρξ, “θα εκλείψει η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο”. Τελικά, αυτός που φαίνεται σήμερα να δικαιώνεται είναι μάλλον ο κατασυκοφαντημένος από τους κομμουνιστές Μπερνστάιν, ιδρυτικός πατέρας της σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας, που είχε υποστηρίξει ότι “ο σοσιαλισμός είναι μια διαρκής κίνηση προς τα εμπρός”.

Μοιραστείτε

Share on facebook
Share on google
Share on twitter
Share on linkedin
Share on pinterest
Share on print
Share on email