24 Μαρτίου 2023

“Το τείχος του Βερολίνου έπεσε, αλλά πάντως όχι στο δικό μας κεφάλι”.
Δεν θυμάμαι ακριβώς τη φράση ούτε σε ποιόν ανήκει, όταν την πρωτάκουσα πάντως με ενθουσίασε. Αισθάνθηκα κατά κάποιο τρόπο δικαιωμένος, γιατί όντας παιδί της Μεταπολίτευσης και ταγμένος στην Ανανεωτική Αριστερά είχα διαρκώς απέναντί μου τους Κνίτες και πρώτο-πρώτο τον αδερφικό μου φίλο που μας άφησε πολύ νωρίς, τον Βασίλη Καρύδη που ως Κνίτης τότε και έτσι πανέξυπνος που ήταν, είχε αφομοιώσει πλήρως όλη την επιχειρηματολογία του ΚΚΕ.
Πρέπει να έχεις ζήσει εκείνη την εποχή για να καταλάβεις πώς βγήκε το ΚΚΕ από τη δικατορία δικαιωμένο για το σύνολο της ιστορικής του διαδρομής και μάλιστα με το φωτοστέφανο του μάρτυρα. Πρόκειται για μια αναδρομική νομιμοποίηση που εν πολλοίς οφείλεται όχι μόνο στο ίδιο το ΚΚΕ, αλλά και στους αντιπάλους του, ιδίως στο αυταρχικό μετεμφυλιακό κράτος και στον ατελή κοινοβουλευτισμό της εποχής που μας οδήγησαν στη δικτατορία των συνταγματαρχών. Ιδίως αυτή η τελευταία, με την κωμικοτραγική πολιτεία της και μόνον, απαξίωσε στα μάτια της ριζοσπαστικοποιημένης νεολαίας της Μεταπολίτευσης κάθε αφήγημα που αναδείκνυε τις ευθύνες του ΚΚΕ για τα Δεκεμβριανά και τον Εμφύλιο. Αυτή η εκ των υστέρων και εξ αντιδιαστολής νομιμοποίηση του ΚΚΕ κυριάρχησε σε όλο το εύρος της κεντροαριστεράς, χοντρικά μέχρι την πτώση του τείχους του Βερολίνου. Θυμάμαι πως για πολλά χρόνια σε τοπικά γραφεία του ΠΑΣΟΚ ανά την επικράτεια έβλεπες κρεμασμένο στον τοίχο το φωτογραφικό πορτραίτο του ‘Αρη Βελουχιώτη δίπλα σε αυτό του Ανδρέα Παπανδρέου.
Τα σχετικά με την ιστορία του ΚΚΕ βιβλία που διαβάζαμε τότε ήταν σχεδόν αποκλειστικά μαρτυρίες αγωνιστών του κόμματος που παρέθεταν ο καθένας τη δική του προσωπική αλήθεια για την Αντίσταση, τον Εμφύλιο, τις διώξεις που υπέστη, κάποιες μαρτυρίες έφταναν ακόμη και στη διάσπαση του κόμματος το 1968 σε ΚΚΕ και ΚΚΕ εσωτερικού. Από την άλλη πλευρά υπήρχε η βιβλιογραφία της εθνικοφροσύνης με το γνωστό ρεπερτόριο περί συμμοριτοπολέμου, παιδομαζώματος, εαμοβούλγαρων, ξενοκίνητου κομμουνισμού κλπ., προσέγγιση που την εποχή της Μεταπολίτευσης είχε πια τελείως περιθωριοποιηθεί. Οι κάπως πιο μετριοπαθείς αφηγήσεις πολιτικών του κέντρου ή της φιλελεύθερης δεξιάς συνθλίβονταν μεταξύ των δύο άκρων ή η αξιοπιστία τους είχε εκ των προτέρων υπονομευτεί λόγω της πολιτικής τους ένταξης κατά την επίμαχη περίοδο. Θυμάμαι πρόχειρα τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο που τον κυνήγαγε διαρκώς η φράση που είχε απευθύνει προς τον αμερικανό στρατηγό Τζέιμς Βαν Φλιτ “Στρατηγέ μου ιδού ο στρατός σας”.
Γεγονός πάντως είναι ότι ο μέσος αναγνώστης που ενδιαφερόταν για την ιστορία του κομμουνιστικού κόμματος ήταν υποχρεωμένος να εστιάσει στις προσωπικές μαρτυρίες. Μολονότι η αξιοπιστία τους ασφαλώς κυμαινόταν ανάλογα με το πρόσωπο του συγγραφέα, όλες οι μαρτυρίες αυτές βαρύνονταν με τον αναπόφευκτο υποκειμενισμό του αφηγητή που είχε συμμετάσχει ή ακόμη και πρωταγωνιστήσει στα γεγονότα που αφηγείτο. Μπορεί ασφαλώς να μου διαφεύγουν κάποια έργα, αλλά το πρώτο αξιόπιστο στα μάτια μου βιβλίο που διάβασα για το παρελθόν του ΚΚΕ ήταν η “Επαγγελία της Αδύνατης Επανάστασης” του ‘Αγγελου Ελεφάντη. Ακόμη και αυτό όμως αφορούσε μόνο την περίοδο του Μεσοπολέμου και είχε τον χαρακτήρα δοκιμίου, όχι μιας συνολικής ιστορικής καταγραφής της πορείας του κομμουνιστικού κόμματος.
Το πόνημα του Μαραντζίδη αφηγείται την ιστορία του ΚΚΕ με έναν τρόπο που σε πείθει. Σου δίνει τα γεγονότα, φωτίζει τις πλευρές που θεωρεί κρίσιμες, αλλά δεν αποσιωπά τις άλλες, δεν σου επιβάλλει την άποψή του. Πρόκειται για ένα βιβλίο επιστημονικό με όλη τη σημασία της λέξης, γραμμένο με τη νηφαλιότητα που απαιτεί η ιστορική επιστήμη. ‘Ενα βιβλίο που θα αποτελέσει απαράκαμπτο σημείο αναφοράς για την ιστορία του ΚΚΕ.
Είμαστε πια αρκούντως ενήλικοι ώστε να καταλαβαίνουμε ότι η ιστορία, όταν καταπιάνεται κανείς στα σοβαρά μαζί της, είναι ένα αντικείμενο υπό διαρκή αναθεώρηση άρα και διαπραγμάτευση. Θα έλεγα πως ο ιστορικός διαρκώς διαλέγεται κινούμενος ακατάπαυστα πάνω σε τρεις επάλληλους κύκλους, μεταβαίνοντας διαρκώς από τον ένα στον άλλο: Διαλέγεται με τις πηγές του καταρχάς, στη συνέχεια με το περιβάλλον του -επιστημονικό και κοινωνικό- και, τέλος, στρέφεται προς τα μέσα, προς τον συνομιλητή του εσώτερου κύκλου που είναι ο ίδιος ο εαυτός του, ο οποίος και καλείται, τελικά, να δώσει τη δική του ερμηνεία των γεγονότων. Η ερμηνεία αυτή δεν μπορεί να αξιώνει για τον εαυτό της το κύρος του αμετάκλητου, παρά να είναι ανοιχτή στο μέλλον. Αυτό εκ μέρους του συγγραφέα προϋποθέτει, νομίζω, μια πνευματική εντιμότητα, απόρροια επιστημονικής ωριμότητας. Εκείνης με την οποία μας προικίζει η βιωμένη γνώση πως η ανθρώπινη συνθήκη πάντοτε περιέχει εν δυνάμει και εκβάσεις άλλες, διαφορετικές από αυτήν που τελικά επικράτησε. Αυτή την εντιμότητα-ωριμότητα ο Μαραντζίδης τη διαθέτει και με το παραπάνω.
Ασφαλώς, αυτές οι εναλλακτικές εκβάσεις κάποια στιγμή πέρασαν και από το μυαλό των δρώντων ιστορικών υποκειμένων. Στη περίπτωση του ΚΚΕ η ηγεσία του κόμματος είχε να επιλέξει μεταξύ της επαναστατικής στρατηγικής από τη μια και από την άλλη της ειρηνικής ένταξης στο κοινοβουλευτικό παιχνίδι. Σε δύο σημεία του βιβλίου διαβάζουμε για τη “διπλή στρατηγική” του ΚΚΕ. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής εμφανίζεται η πρώτη “διπλή” στρατηγική, μετά την Βάρκιζα η δεύτερη. ‘Ενας πολιτικός φορέας οφείλει βέβαια να διαθέτει πάντοτε μια εναλλακτική πρόταση, ένα Plan B όπως λέμε. ‘Ομως αυτή η εναλλακτική δυνατότητα εκφυλίζεται σε “διπλή στρατηγική” όταν οι δύο επιλογές συνυπάρχουν ισότιμα για μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς να καθίσταται σαφές ποιά στρατηγική τελικά επιλέγει η ηγεσία. Το πρόβλημα κατά τη γνώμη μου είναι πως δεν υπήρχε μια στιβαρή ηγεσία που θα αναλάμβανε την ευθύνη της κύριας επιλογής και στη συνέχεια θα την εφάρμοζε με αποφασιστικότητα. Αυτή η ριζική αμφιθυμία του ΚΚΕ το οδηγεί σε λάθη τα οποία στη συνέχεια γυρεύει να τα διορθώσει με λανθασμένο πάλι τρόπο. Πέφτουν κατ’αρχάς στη παγίδα του Γεωργίου Παπανδρέου, ο οποίος επιδέξια τους τυλίγει σε μια κόλλα χαρτί στον Λίβανο και εκόντες άκοντες συμμετέχουν στην κυβέρνηση, τελικά όμως επιλέγουν τη σύγκρουση των Δεκεμβριανών παρά την αρνητική στάση της Μόσχας (βλ. Μολότοφ προς Δημητρόφ σελ. 253). Το δεύτερο δίλημμα εμφανίζεται μετά τη Βάρκιζα. Παρά τις προειδοποιήσεις των σοβιετικών, αποφασίζεται η αποχή από τις εκλογές του 1946 που αποτέλεσε και το εναρκήριο λάκτισμα για τον εμφύλιο. Το ΚΚΕ επιλέγει και πάλι τη σύγκρουση, μολονότι είναι σαφές πως οι Αγγλοι και στη συνέχεια οι Αμερικάνοι θα ήταν ανυποχώρητοι. Αλλά και στη συνέχεια, μέχρι τη δικτατορία των συνταγματαρχών η σχέση του ΚΚΕ με την ΕΔΑ υπήρξε μια σχέση διαρκούς έντασης και αμφιθυμίας, καθώς το ΚΚΕ ουσιαστικά ουδέποτε παραιτήθηκε από την επαναστατική ρήξη, ενώ τα ικανότερα στελέχη της ΕΔΑ έδιναν τη σωστή για την εποχή μάχη, τη μάχη για τη δημοκρατία. Και εδώ ο συγγραφέας ευλόγως εντοπίζει πρόβλημα διπλής στρατηγικής.
Δεν πρέπει πάντως να ξεχνάμε πως το ΚΚΕ από ένα μικρό κόμμα γιγαντώθηκε ξαφνικά – μέσα στη δίνη της Κατοχής και της Αντίστασης. Δεν είχε τον χρόνο να αφομοιώσει τη δύναμη που αιφνίδια εναπόθεσε στα χέρια του η Ιστορία. Αυτό μου θυμίζει κάπως τον ΣΥΡΙΖΑ της περιόδου 2012-2015. Φαίνεται πως στην Ελλάδα η Ιστορία επιλέγει να καλέσει στην εξουσία την Αριστερά σε ταραγμένους καιρούς, όταν αυτή είναι εντελώς, μα εντελώς, απροετοίμαστη να κυβερνήσει.
Το συμπέρασμα πάντως που βγαίνει από όλη την αφήγηση είναι πως η σχέση του ΚΚΕ με τη Μόσχα δεν υπήρξε πάντοτε μια ευθύγραμμη και αδιαμεσολάβητη σχέση πλήρους υποταγής ενός περιφερειακού, μικρού για τα διεθνή δεδομένα, παίκτη στα κελεύσματα της Μητρόπολης του κομμουνισμού.
Διδακτική από αυτή τη σκοπιά είναι η εμπειρία από τον χειρισμό του Μακεδονικού ήδη από την περίοδο του Μεσοπολέμου. Η θέση περί ενιαίας και ανεξάρτητης Μακεδονίας, που ανταποκρινόταν πλήρως στην πολιτική της Μόσχας και της Κομιντέρν, υπερίσχυσε βεβαίως, όχι όμως χωρίς να συναντήσει αντίσταση εκ μέρους ηγετικών στελεχών του κόμματος, τα οποία είχαν πλήρη συνείδηση του βαρέος τιμήματος που θα καλείτο να καταβάλει το ΚΚΕ στο εσωτερικό της χώρας. Τα στελέχη αυτά βεβαίως εκ των υστέρων περιθωριοποιήθηκαν ή διαγράφηκαν. Αντιλαμβάνεται όμως ο αναγνώστης πως υπήρχαν σοβαρές φωνές μέσα στο ΚΚΕ, κυρίως οι διανοούμενοι της ιδρυτικής περιόδου του κόμματος, που εαν είχαν επικρατήσει, ενδεχομένως οι εξελίξεις να ήταν διαφορετικές.
Εντυπωσιακά χαλαρή πάντως φαίνεται να είναι η σχέση με τους Σοβιετικούς στις εξελίξεις που ακολούθησαν την Απελευθέρωση. Βλέπουμε πως ο Στάλιν, μολονότι διαφωνούσε, δεν παρενέβη αποφασιστικά για να αποτρέψει τα Δεκεμβριανά και τον Εμφύλιο. Εδώ επικρατεί πλήρως η θέληση της ηγετικής ομάδας του ΚΚΕ, συνεπικουρούμενη πάντως από τις ηγεσίες των αδελφών κομμάτων της Βαλκανικής. Αποτελεί άραγε ειρωνία της τύχης ότι εκεί ακριβώς που θα θέλαμε να έχει υπερισχύσει η άποψη της Μόσχας, αυτό δεν συνέβη; Οι επιφυλάξεις του Στάλιν κάμπτονται τελικά το 1946. ‘Οταν βεβαιώνεται πια ότι οι πρώην Σύμμαχοί του έχουν επιλέξει τον Ψυχρό Πόλεμο, δίνει το πράσινο φως για τον Εμφύλιο.
‘Οπως είπαμε ο συγγραφέας διαρκώς προσπαθεί να μας προφυλάξει από σχηματικές προσεγγίσεις. Μας τραβά συνεχώς από το μανίκι, επιμένοντας πως η σκακιέρα δεν ήταν μόνο διεθνής αλλά είχε και πολλά επίπεδα. Στα πρώτα μάλιστα στάδια, πριν από την ολοκληρωτική επικράτηση του Στάλιν στο εσωτερικό της Σοβιετικής Ένωσης, δεν ήταν δεδομένη καν η γραμμή της Μόσχας. Βλέπουμε επιπλέον ότι και ο ρόλος της Κομιντέρν και των κομμουνιστικών κομμάτων της Βαλκανικής δεν ήταν αμελητέος. Υπήρχε και εκεί μια σχετική αυτονομία. Η επιρροή βεβαίως της Μόσχας ήταν τεράστια και αδιαφιλονίκητη, όπως άλλωστε και ο ρόλος των Αγγλων και των Αμερικανών στο αντίπαλο στρατόπεδο.
Από τη στιγμή που ο Στάλιν υπερισχύει στο εσωτερικό της ΕΣΣΔ, φαίνεται πως ασκεί μια εξουσία απόλυτη, αλλά και κάπως αόρατη, από το παρασκήνιο: από τα άδυτα του Κρεμλίνου ή από τη ντάτσα του. Μια σκιά πανταχού παρούσα, που περισσότερο την αιθάνεσαι παρά τη βλέπεις, που με την ίδια ευκολία μπορεί να σε εκτελεί ως προδότη ή και να σου μορφάζει κοροϊδευτικά κουνώντας τα δάκτυλα του χεριού. Δικαίως λοιπόν το βιβλίο φέρει αυτόν τον τίτλο, αλλά και αυτό το εξώφυλλο.