7 Σεπτεμβρίου 2021
Ειλικρινά αναρωτιέμαι, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, αν υπάρχει αντικείμενο στο σημερινό νομοσχέδιο σε ό,τι τουλάχιστον αφορά αυτό που υποτίθεται ότι είναι το κύριο αντικείμενό του, δηλαδή η άσκηση επιρροής.
Αρκεί μόνο να επικαλεστώ την Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής η οποία πάντοτε είναι πάρα πολύ προσεκτική, αλλά επειδή έτυχε κάποτε να υπηρετήσω σε αυτήν μπορώ να καταλάβω όταν χρησιμοποιεί μια ήπια γλώσσα στην πραγματικότητα τι εννοεί. Αυτό το οποίο μας λέει είναι ότι είναι στενότερη η έννοια που χρησιμοποιείται σε αυτόν τον νόμο για την άσκηση επιρροής από αυτήν, λόγου χάρη, που υιοθετούν άλλα κείμενα, όπως η σύσταση τάδε του Συμβουλίου της Ευρώπης και, συνεπώς, με το νομοσχέδιο δεν εισάγονται κανόνες οι οποίοι να διέπουν τις περιπτώσεις κατά τις οποίες είτε προσκαλούνται από τους θεσμικούς φορείς εκπρόσωποι συμφερόντων σε σχέση με τη λήψη αποφάσεων ούτε οι περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες εκπρόσωποι κοινωνικών ή επαγγελματικών ομάδων δεν ενεργούν επ’ αμοιβή ή συνδέονται με σχέση εργασίας ή έμμισθη εντολή με τους πελάτες τους.
Αυτό δηλαδή το οποίο κατά κόρον συμβαίνει, το οποίο πράγματι συμβαίνει κατά ένα τρόπο μη ομολογημένο, στην ουσία δεν ρυθμίζεται και δεν λαμβάνεται καμία πρόνοια πραγματικά να εγγραφούν στο συγκεκριμένο μητρώο φυσικά πρόσωπα ή νομικά πρόσωπα τα οποία ουσιαστικά ασκούν επ’ αμοιβή αυτό το επάγγελμα.
Είναι γεγονός ότι ο θεσμός αυτός έχει ρυθμιστεί εδώ και πάρα πολλές δεκαετίες στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Οι Αμερικανοί είναι πρακτικοί άνθρωποι, γι’ αυτό και ακριβώς εκεί όπου στον δημόσιο βίο υπάρχει μια στενή επαφή του ιδιώτη με το δημόσιο προτιμούν να είναι ειλικρινείς και προτιμούν να προβαίνουν σε ρυθμίσεις.
Το ένα είναι το ζήτημα του lobbying, πώς δηλαδή μπορούμε στο μέτρο του δυνατού να θέσουμε κάποιους κανόνες με βάση τους οποίους να είναι διαφανής και ορατή η επιρροή την οποία ασκεί ο ιδιωτικός τομέας, η ιδιωτική οικονομία κυρίως τον δημόσιο τομέα, αλλά επίσης και στη χρηματοδότηση των κομμάτων. Και εκεί είναι ειλικρινείς γιατί το ξέρουν ότι οι ιδιώτες θα χρηματοδοτήσουν τα πολιτικά κόμματα. Προτιμούν, λοιπόν, να θέτουν κανόνες, παρά να λειτουργούν υποκριτικά, όπως λειτουργούμε εμείς και πάρα πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Άνοιξε πριν από λίγο μία ενδιαφέρουσα συζήτηση μεταξύ του Κοινοβουλευτικού μας Εκπροσώπου, του κ. Σκανδαλίδη, και του κυρίου Υπουργού, μία συζήτηση η οποία αφορά το πάρα πολύ κρίσιμο ζήτημα της μεταρρύθμισης του κράτους.
Εγώ από αυτά που έχω καταλάβει από τις δημόσιες θέσεις που έχω υπηρετήσει είναι ότι είναι δύο οι κρίσιμοι πυλώνες τους οποίους θα πρέπει να μεταρρυθμίσουμε για να δούμε μία αλλαγή στις σχέσεις του κράτους με τον πολίτη, αλλά και γενικότερα στη λειτουργία του κράτους. Είναι πρώτα από όλα η αποκέντρωση, η ρύθμιση των αρμοδιοτήτων μεταξύ του κράτους και της τοπικής αυτοδιοίκησης, αυτό το ξεκαθάρισμα. Δεν μπορεί να υπάρξει επιτελικό κράτος χωρίς να υπάρχει μια ισχυρή τοπική αυτοδιοίκηση. Αυτό το ζήτημα δεν το έχει αγγίξει ακόμα η Κυβέρνηση και φοβάμαι πως δεν πρόκειται να το αγγίξει. Γιατί; Γιατί ακριβώς εκεί θέλει μεγάλες ρήξεις και μεγάλες τομές. Περιορίζεται να ρυθμίσει το κοντόφθαλμο, το στενά ενωμένο κομματικό συμφέρον, αλλάζοντας το εκλογικό σύστημα. Από αυτή την άποψη δεν κάνετε απολύτως τίποτα διαφορετικό από αυτό που έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ.
Το κρίσιμο ζήτημα είναι αυτό το οποίο αποκαλείτε «επιτελικό κράτος», κύριε Υπουργέ, με την πρωτοφανή για τα μεταπολιτευτικά δεδομένα κυβέρνηση των εξήντα ατόμων. Έχουμε εδώ και άνθρωπο που έχει υπηρετήσει στις Ένοπλες Δυνάμεις και ξέρει τι μπορεί να σημαίνει επιτελείο. Επιτελικό κράτος με Υπουργικό Συμβούλιο εξήντα ατόμων, δεν νοείται. Πώς να το κάνουμε! Είναι ένα κράτος με πήλινα ποδάρια, από τη στιγμή που δεν έχει από κάτω μια ισχυρή δημόσια διοίκηση. Αρκεί η ψηφιακή διακυβέρνηση; Δεν την υποτιμώ. Είναι πάρα πολύ σημαντική η ψηφιακή διακυβέρνηση, όχι γιατί κάνει ευκολότερη μόνο τη ζωή του πολίτη στην καθημερινή συναλλαγή του με το δημόσιο, αλλά γιατί αν εφαρμοστεί σωστά καθιστά και πιο διαφανές το δημόσιο και δίνει επίσης την ευκαιρία να διαπιστώνει το κεντρικό κράτος, το Υπουργείο το οποίο είναι αρμόδιο για τις μεταρρυθμίσεις, πού ακριβώς δημιουργούνται οι κόμβοι και οι καθυστερήσεις στις συναλλαγές. Αυτό το βλέπεις όταν έχεις ψηφιοποίηση και όταν είναι ηλεκτρονικές οι συναλλαγές. Αυτό είναι το πάρα πολύ κρίσιμο.
Και έρχομαι στο δεύτερο την αξιολόγηση. Πριν από κάθε αξιολόγηση πρέπει βεβαίως να υπάρξει μια περιγραφή θέσεων και καθηκόντων για υπαλλήλους και για υπηρεσίες και μια στοχοθεσία πάλι ανά υπάλληλο και υπηρεσία. Και βεβαίως από το δείγμα που είχαμε πρόσφατα -εγώ το περίμενα, να δω τι θα γίνει- από την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, τελικά καταλήξαμε σε μια πλήρη απογοήτευση. Είκοσι σελίδες και δεκαοκτώ άρθρα, αν δεν κάνω λάθος, για την αξιολόγηση και τελικά καταλήγουμε στο ακροτελεύτιο άρθρο του κεφαλαίου για την αξιολόγηση που μας λέει ότι η αξιολόγηση λαμβάνεται υπόψη για την εξέλιξη του δημοσίου υπαλλήλου. «Λαμβάνεται υπόψη», μεταξύ πολλών άλλων κριτηρίων. Αυτό δεν συνιστά αξιολόγηση. Αυτό συνιστά φυγομαχία και μας προϊδεάζει ότι ακριβώς όπως με το επιτελικό κράτος έρχεστε και μας παρουσιάζετε την πραγματικότητα με το κεφάλι κάτω και τα πόδια πάνω, έτσι θα συνεχίσετε και με τα υπόλοιπα θέματα που αφορούν τη μεταρρύθμιση στη δημόσια διοίκηση.
Ευχαριστώ πολύ, κύριε Πρόεδρε.
(Χειροκροτήματα από την πτέρυγα του Κινήματος Αλλαγής)