13 Φεβρουαρίου
Θα ξεκινήσω με μια παρατήρηση, εν πολλοίς πλέον διαδικαστική, η οποία ωστόσο συμπυκνώνει τα μειωμένα αντανακλαστικά που επέδειξε η χώρα τα τελευταία χρόνια να ρυθμίσει βασικούς άξονες ενός στρατηγικού σχεδιασμού για τη νόμιμη μετανάστευση, με όρους κοινωνικής επανένταξης και ορίζοντα συμβολής στην ανάπτυξης της χώρας. Και τούτο σε μια χώρα με έντονο, τις τελευταίες δεκαετίες, μεταναστευτικό και προσφυγικό προφίλ. Η οδηγία που καλούμαστε να εσνωματώσουμε σήμερα, εκδόθηκε πριν από 4 χρόνια, το 2016 και είχε χρονικό ορίζοντα ενσωμάτωσης την 23/05/2018, δηλ άφηνε δυο χρόνια προετοιμασίας στις κρατικές έννομες τάξεις. Η οδηγία αυτή αποτέλεσε μέρος σχεδίου νόμου της προηγούμενης κυβέρνησης και είχε τεθεί σε δημόσια διαβούλευση μόλις το έτος 2019, δηλ έναν ολόκληρο χρόνο μετά την καταληκτική ημερομηνία ενσωμάτωσης. Η διαβούλευση ολοκληρώθηκε περί τα τέλη Απριλίου 2019 και το σχέδιο νόμου έμεινε εκεί, αναρτημένο στον σχετικό ιστοχώρο. Δεν έκανε βήμα παραπέρα …Μέχρι σήμερα η μόνη χώρα που δεν έχει ενσωματώσει την υπό συζήτηση οδηγία είναι η Ελλάδα.
Η αδυναμία να διευθέτησουμε ζητήματα που ταλανίζουν επί έτη το καθεστώς της νόμιμης παραμονής των νεαρών σπουδαστών και ερευνητών, αλλοδαπών τρίτων χωρών, στην Ελλάδα, κατέστησε τη χώρα, αδίκως, αποτρεπτική σε εκείνα τα μεταναστευτικά ρεύματα που θα εμπλούτιζαν το εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό της με προοπτικές ανάπτυξης και μας επιφύλαξε τη θέση του διαρκούς υπολόγου απέναντι στους ευρωπαίους εταίρους μας. Η κοινωνία περιορίστηκε στην θέαση ροών παράτυπα εισερχομένων μεταναστών και προσφύγων τους οποίους η ίδια η Πολιτεία αντιμετώπισε, στο σύνολό της, ως «προσωρινούς», την ίδια στιγμή που τα «δικά της» παιδιά, οι «δικοί της» επιστήμονες, γίνονται μετανάστες προς αναζήτηση καλύτερης τύχης. Ο περιορισμός αυτός επέφερε σημαντικό πλήγμα σε κάθε διαμορφωμένη συλλογική αντίληψη προόδου ενός σύγχρονου Κράτους Δικαίου, όχι μόνο σε επίπεδο προστασίας δικαιωμάτων αλλά και σε επίπεδο προοπτικών ανάπτυξης.
ΙΙ. Η επίμαχη Οδηγία προέκυψε δεδομένου ότι στις εκθέσεις εφαρμογής προηγούμενων οδηγιών, οι οποίες είχαν ενσωματωθεί στην ελληνική έννομη τάξη με τα πδ. 101/2008 και 128/2008 και εν συνεχεία με τις διατάξεις 31-42 και 57-68 του ν. 4251/2014, αντίστοιχα, επισημάνθηκαν ορισμένες ελλείψεις. Μεταξύ άλλων, όσον αφορά τους όρους εισδοχής, τα δικαιώματα, τις διαδικαστικές εγγυήσεις και την πρόσβαση των φοιτητών στην αγορά εργασίας κατά τη διάρκεια των σπουδών τους. Αλλά και η ανάγκη για βελτιωμένες δυνατότητες αναζήτησης απασχόλησης για ερευνητές και σπουδαστές και για καλύτερη προστασία των εσωτερικών άμισθων βοηθών (au pair), τομείς που δεν καλύπτονται από τις προηγούμενες οδηγίες (2004/ 114/ΕΚ και 2005/71/ΕΚ).
Σημαντικό σημείο του ΣχΝ, αποτελεί η γενική αρχή σύμφωνα με την οποία οι σπουδαστές που αποφοιτούν στην Ελλάδα θα πρέπει να μπορούν να έχουν πρόσβαση στην αγορά εργασίας, τόσο κατά τη διάρκεια των σπουδών τους όσο και μετά τις σπουδές τους.
Για να καταλάβουμε πρακτικά τι ακριβώς σημαίνει αυτό θα αναφέρω την περίπτωση αλλοδαπού από υπόθεση του Συνηγόρου του Πολίτη, το έτος 2008, η οποία έχει δημοσιευθεί και στο διαδίκτυο. Τότε, είχε προσφύγει στην Ανεξάρτητη Αρχή αλλοδαπός πολίτης τρίτης χώρας με αίτημα την ανανέωση της άδειας διαμονής του στην Ελλάδα από σπουδές σε εργασία. Κάτι τέτοιο, καταρχήν, μέχρι και σήμερα δεν είναι εφικτό. Ο ενδιαφερόμενος είχε αρχικά, μόλις ενηλικιώθηκε, άδεια διαμονής, ως πρώην συντηρούμενο τέκνο αλλοδαπού που διέμενε νόμιμα στη χώρα. Την εν λόγω άδεια διαμονής ανανέωσε ως άδεια διαμονής για εργασία, ενώ παράλληλα πέτυχε την είσοδό του σε ίδρυμα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Δεδομένου ότι οι προηγούμενες άδειες που κατείχε δεν επέτρεπαν την ανανέωσή τους σε άδεια διαμονής για σπουδές, ο ενδιαφερόμενος έλαβε ειδική θεώρηση εισόδου στη χώρα για σπουδές και κατόπιν ζήτησε και έλαβε άδεια διαμονής για τον σκοπό αυτόν. Την άδεια διαμονής για σπουδές ο ενδιαφερόμενος ανανέωνε συνεχώς μέχρι το πέρας των σπουδών του. Ωστόσο μετά το τέλος των σπουδών δεν επιτρεπόταν η ανανέωση της άδειας για σπουδές σε άδεια διαμονής για οποιονδήποτε νόμιμο λόγο προέβλεπε τότε ο μεταναστευτικός νόμος. Δηλ. ένας νέος πολίτης τρίτης χώρας, νομίμως διαμένων στη χώρα ως ανήλικος και μετέπειτα ενήλικας εργαζόμενος, όταν θέλησε να σπουδάσει, έπρεπε να βγει από τη χώρα και να εισέλθει εκ νέου και αφού τελείωσε τις σπουδές του, έπρεπε να εγκαταλείψει τη χώρα οριστικά.
Από τη σχετική εμπειρία του Συνηγόρου του Πολίτη, η απουσία σχετικής νομοθετικής πρόβλεψης ταλαιπωρούσε τη δημόσια διοίκηση αλλά και τους εκάστοτε ενδιαφερόμενους. Η διευθέτηση τέτοιων ζητημάτων εναπόκειτο στη διάθεση της εκάστοτε διοίκησης να προβεί αποσπασματικά σε γενναίες ερμηνείες ή να αποδεχθεί ακόμη και θεσμικές ακροβασίες. Αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό δείγμα, μεταξύ εκατοντάδων, τα οποία συνθέτουν το σκηνικό μιας στρεβλής μεταναστευτικής πολιτικής, που δεν έχει καμία σχέση με αποτελεσματικά και σύγχρονα μοντέλα κοινωνικής ένταξης.
Στους σκοπούς που υπηρετεί η γενική αρχή του ΣχΝ εντάσσονται και άλλες διατάξεις, όπως
- το άρθρο 6 με το οποίο αποσαφηνίζεται η έννοια των επαρκών πόρων που πρέπει να διαθέτουν οι σπουδαστές, η αξιολόγηση των οποίων θα γίνεται με εξατομικευμένη κρίση, ενώ θα λαμβάνονται υπόψη και πόροι που προέρχονται από υποτροφία ή επιχορήγηση.
- στο άρθρο 9 του σχεδίου νόμου αυξάνονται οι ώρες που μπορούν οι σπουδαστές να εργάζονται εβδομαδιαίως από 10 σε 15.
Από τις ρυθμίσεις του ΣχΝ για τις περιπτώσεις των σπουδαστών και των ερευνητών, αναδεικνύεται η δυνατότητα χορήγησης άδειας διαμονής σε μέλη οικογένειας αλλά και λοιπές οικογενειακές παροχές. Οι παροχές αυτές μπορούν να στηρίξουν μια θετική δημογραφική εξέλιξη ώστε να διασφαλιστεί το μελλοντικό εργατικό δυναμικό προς την κατεύθυνση ενίσχυσης του δημογραφικού χάρτη της χώρας. Προς την ίδια κατεύθυνση κινούνται και οι προβλέψεις για χρονικό διάστημα 12 μηνών, μέσα στο οποίο ο κάτοχος άδειας διαμονής σπουδαστή και ερευνητή που έληξε μπορεί να αναζητήσει εργασία. Στο διάστημα αυτό, τόσο στους ίδιους, όσο και στα μέλη οικογενειών τους, μπορεί να δοθεί, υπό προϋποθέσεις, άδεια διαμονής. Ως εκ τούτου, αποσαφηνίζεται ο δεσμός με τη χώρα σε σύντομο χρονικό διάστημα.
ΙΙΙ. Με δεδομένο ότι :
- Η μετανάστευση από τρίτες χώρες μπορεί να αποτελέσει πηγή εισροής ατόμων υψηλής ειδίκευσης
- οι σπουδαστές και οι ερευνητές αποτελούν τις πιο περιζήτητες ομάδες καθώς διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην κατάρτιση του ανθρώπινου κεφαλαίου και στην διασφάλιση έξυπνης και βιώσιμης ανάπτυξης.
Η οδηγία την οποία καλούμαστε να ενσωματώσουμε αναφέρει σαφώς στο προοίμιο τους σκοπούς της. Θέτει το πλαίσιο, προκειμένου να επιτύχει τη προσέγγιση των εθνικών νομοθεσιών που αφορούν τις προϋποθέσεις χορήγησης άδειας εισόδου και διαμονής σε υπηκόους τρίτων χωρών (αλλά και σε, κατά περίπτωση, μέλη των οικογενειών τους). Ταυτόχρονα επενδύει στην προώθηση των επαφών μεταξύ των λαών και στην κινητικότητα και αναμένεται να συμβάλει στον διάλογο και τη συνεργασία μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών, για θέματα που αφορούν τη διευκόλυνση και την οργάνωση της νόμιμης μετανάστευσης.
Στο πλαίσιο του μετασχηματισμού της σύγχρονης οικονομίας, με όρους εξειδικευμένων, στοχευμένων και καινοτόμων τεχνολογικών υπηρεσιών, η διατήρηση και ενίσχυση του εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού αποτελεί προστιθεμένη αξία για την αγορά, τη δυνατότητα της χώρας μας να προσεγγίσει νέες επενδύσεις αλλά και να αναπτύξει διμερείς σχέσεις με στρατηγικούς εταίρους εκτός ΕΕ.
Τέλος, επιτρέψτε μου έναν, κατά την εκτίμησή μου, κρίσιμο σχολιασμό:
Στο υπό συζήτηση ΣχΝ δεν κρίθηκε σκόπιμη η εναρμόνιση των διατάξεων για την απασχόληση των εσωτερικών άμισθων βοηθών (au pair), οι οποίες έχουν προαιρετικό χαρακτήρα. Σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην αιτιολογική έκθεση δεν παρατηρείται στη χώρα μας ανάγκη για την πρόσκληση και φιλοξενία πολιτών τρίτων χωρών σε θέση au pair σε οικογένειες, με σκοπό την ανάπτυξη της γλωσσικής και πολιτιστικής εμπειρίας αυτών, σε αντάλλαγμα ελαφρών οικιακών εργασιών και φροντίδας τέκνων. Για τον λόγο αυτό δεν υπάρχει και σχετικό εθνικό πλαίσιο κανόνων.
Περαιτέρω, στην αιτιολογική έκθεση αναφέρεται
χαρακτηριστικά : «λαμβάνοντας υπόψη το εύρος της παράτυπης οικιακής απασχόλησης των ήδη ευρισκομένων στη χώρα, πολιτών τρίτων χωρών, ενδεχόμενη συμπερίληψη των au pairs θα δημιουργούσε τις προϋποθέσεις κατάχρησης της μεταναστευτικής νομοθεσίας και περαιτέρω στρεβλώσεων στην εθνική αγορά εργασίας».
Στο σημείο αυτό, οφείλω να παρατηρήσω ότι η παραδοχή της ύπαρξης σημαντικού εύρους παράτυπης εργασίας και η ταυτόχρονη παραδοχή απόλυτης αδυναμίας ελέγχου και εξάλειψης του φαινομένου αυτού δεν νομιμοποιούν, όπως η κυβέρνηση εσφαλμένα υποστηρίζει, την αποχή από το να ρυθμίσει μια κατάσταση ευρέως αποδεκτή στην Ευρώπη και αμοιβαία επωφελή για τα δύο μέρη.
Τελειώνοντας, θέλω να υπογραμμίσω τη διαλεκτική σχέση μεταξύ προστασίας δικαιωμάτων και προοπτικών ανάπτυξης που ανέφερα στην αρχή της αγόρευσής μου.
Στη διεθνή βιβλιογραφία όλο και περισσότερο υποστηρίζεται η άποψη πως με τις κατάλληλες προϋποθέσεις επάρκειας εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού και εκσυγχρονισμού του επιχειρησιακού προτύπου, προάγεται η αύξηση της παραγωγικότητας και η κοινωνική ευημερία.
Ο σχεδιασμός της ελληνικής πολιτείας επιβάλλεται να ακολουθήσει το μοντέλο της δίκαιης ανάπτυξης. Να λάβει σοβαρά υπόψη και να επιμερίσει δίκαια τις κοινωνικές επιπτώσεις που η μετανάστευση επιφέρει σε όλες τις πτυχές της ζωής και κυρίως στην εργασία και τις εργασιακές σχέσεις και γενικότερα στο αξιακό σύστημα της κοινωνίας και την ποιότητα της δημοκρατίας.
Καλωσορίζουμε την νέα νομοθεσία λοιπόν, και έχουμε μια σειρά από προτάσεις για την εύρυθμη και αποδοτική εφαρμογή της προς όφελος της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας,
Αποτελεί σημαντική ευκαιρία για τη χώρα να δείξουμε, και στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, ότι δεν είμαστε μόνο ένας χώρος προσωρινού εγκλεισμού και φύλαξης προσφύγων και μεταναστών, αλλά και ένας τόπος τον οποίο πολίτες τρίτων χωρών, μπορούν να επιλέξουν για την εκπαίδευση, την εργασία, και τη μόνιμη εγκατάσταση και ενσωμάτωσή τους, προς όφελος αυτών των ιδίων αλλά και της Ελληνικής κοινωνίας.