Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Χρειάστηκε να παρέλθει περίπου μισός αιώνας και να μεσολαβήσουν δύο αναθεωρήσεις του Συντάγματος, ώστε η Βουλή να καλείται σήμερα να εγκρίνει τον νόμο, βάσει του οποίου θα μπορούν να ασκούν το εκλογικό τους δικαίωμα οι εκτός Επικρατείας ευρισκόμενοι εκλογείς.
Ο λόγος όλης αυτής της καθυστέρησης είναι γνωστός. Είναι πολλοί οι Έλληνες του εξωτερικού. Επί δεκαετίες και ανεξαρτήτως κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, είχε κυριαρχήσει ο φόβος ότι η αθρόα προσέλευσή τους στις κάλπες θα αλλοίωνε το εκλογικό αποτέλεσμα που θα προέκυπτε στο εσωτερικό της χώρας. Για τον λόγο αυτό, άλλωστε, το 2001 η συνταγματική αναθεώρηση έθεσε το υψηλότατο όριο των ⅔ του όλου αριθμού των βουλευτών, ως την ελάχιστη απαιτούμενη πλειοψηφία, προκειμένου να ψηφιστεί ο προβλεπόμενος στο άρθρο 51 παράγρ. 4 νόμος. Σημειωτέον, ότι αυτό το τόσο υψηλό όριο είναι απαράκαμπτο, ενώ αντιθέτως, ακόμα και σε διαδικασίες κορυφαίας πολιτειακής σημασίας, όπως είναι η αναθεώρηση του Συντάγματος και η εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, το Σύνταγμα αρκείται σε μικρότερες πλειοψηφίες.
Και όπως όλοι εδώ μέσα γνωρίζουμε, για να φτάσουμε σήμερα στην απαιτούμενη από το Σύνταγμα συμφωνία των κοινοβουλευτικών ομάδων, χρειάστηκε και δεύτερη συνταγματική αναθεώρηση. Αυτή που ολοκληρώθηκε προ ολίγων εβδομάδων. Αναθεωρήσαμε το άρθρο 54, προκειμένου να θεμελιώσουμε εκεί τη δυνατότητα του νομοθέτη, να θέτει κάποιους εύλογους περιορισμούς στην άσκηση του εκλογικού δικαιώματος από τους ‘Ελληνες του εξωτερικού. Γνωρίζουμε όμως και κάτι άλλο: ότι αναθεωρήσαμε το λάθος άρθρο. ‘Οχι βεβαίως από αβλεψία, αλλά από απρονοησία! Γιατί δεν είχαμε φροντίσει στην προτείνουσα Βουλή να συμπεριλάβουμε στα προς αναθεώρηση άρθρα και το άρθρο 51.
Φτάσαμε έτσι στο παράδοξο να αναθεωρούμε εμμέσως άρθρο του Συντάγματος, κατά παράβαση του άρθρου 110 που ρυθμίζει τα της συνταγματικής αναθεώρησης. ‘Ωρες ολόκληρες αναλώθηκαν, τόσο στην προηγούμενη Βουλή όσο και στην παρούσα, για το ερώτημα της δέσμευσης της δεύτερης Βουλής από τις κατευθύνσεις της πρώτης. Το θέμα βεβαίως συζητήθηκε ευρύτατα και στη συνταγματική θεωρία. ‘Ομως, όλη αυτή η συζήτηση τελικά πετάχτηκε στον κάλαθο των αχρήστων, αφού όχι μόνο δεν σεβαστήκαμε τις κατευθύνσεις της προτείνουσας Βουλής, αλλά υπερακοντίσαμε το ίδιο το δίλημμα, αναθεωρώντας, χωρίς να το ομολογούμε, διατάξεις του Συντάγματος που δεν ήταν καν μεταξύ των αναθεωρητέων! Και όλα αυτά συνέβησαν προκειμένου να καταλήξουμε στο σημερινό νομοσχέδιο, το οποίο απορρίπτεται συλλήβδην από όλους τους συλλόγους των Ελλήνων του εξωτερικού που εμφανίστηκαν ενώπιον της κοινοβουλευτικής επιτροπής.
Η δυσαρέσκεια των οργανωμένων σε συλλόγους ελλήνων του εξωτερικού είναι κατανοητή, αφού οι περιορισμοί που περιλαμβάνει το νομοσχέδιο αποκλείουν τους περισσότερους. ‘Εχουν δίκιο. Η παράταξή μας εξαρχής υποστήριξε την άνευ περιορισμού συμμετοχή τους με βάση την αρχή της καθολικότητας της ψήφου, που κατοχυρώνεται στο μη αναθεωρήσιμο άρθρο 51 παράγρ. 3 Σ.. Θα μπορούσε όμως να είναι διαφορετική η πραγματικότητα; Η απάντηση, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, με δεδομένη την απαιτούμενη πλειοψηφία των ⅔, δεν μπορεί παρά να είναι αρνητική. Γιατί υπάρχουν κοινοβουλευτικές δυνάμεις, αριθμητικά αναγκαίες για τον σχηματισμό της ενισχυμένης πλειοψηφίας, που απαιτούν να αποδεικνύεται ισχυρός δεσμός του απόδημου εκλογέα με την Ελλάδα.
‘Οπως αναφέρεται και στη εμπεριστατωμένη ‘Εκθεση της Επιτροπής της Βενετίας (2010), περιορισμοί υπάρχουν σε πολλές χώρες που έχουν μεγάλο αριθμό αποδήμων. Μάλιστα ορισμένες από αυτές, όπως η Κύπρος, η Μάλτα και η Ιρλανδία δεν έχουν ούτε συνταγματική ούτε νομοθετική πρόβλεψη για την ψήφο των αποδήμων. Απαιτούν ο ψηφοφόρος να διαμένει στην επικράτειά τους.
Σε εμάς ο αριθμός των αποδήμων δεν είναι μόνο μεγάλος λόγω των διαδοχικών μεταναστεύσεων. Είναι επιπλέον και απροσδιόριστος λόγω του δικαίου του αίματος (jus sanguinis) που παραδοσιακά επικρατεί στο ελληνικό δίκαιο ιθαγένειας. ‘Οποιοσδήποτε αποδεικνύει ελληνική καταγωγή, ακόμη και αν αυτή ανατρέχει πολλές γενιές πίσω, δικαιούται να αποκτήσει την ελληνική ιθαγένεια. ‘Οπως πιστοποιεί πάντως και η ιστορική αλλαγή στο γερμανικό δίκαιο ιθαγένειας, η απόλυτη υπεροχή του δικαίου του αίματος παντού υποχωρεί, γιατί δεν ανταποκρίνεται στις σύγχρονες παγκόσμιες συνθήκες κινητικότητας των ανθρώπων. Ειδικά για την Ελλάδα που τις τελευταίες δεκαετίες έχει μετατραπεί σε χώρα υποδοχής μεταναστών, το δίκαιο της ιθαγένειας είναι παρωχημένο, καθηλωμένο στα δεδομένα άλλων εποχών.
Παρά ταύτα, έστω και αν αποτυπώνεται στον Κώδικα Ιθαγένειας που είναι απλής νομοθετικής ισχύος, το δίκαιο του αίματος υποχρέωσε τον αναθεωρητικό νομοθέτη να θεσπίσει την ενισχυμένη πλειοψηφία του άρθρου 51 παράγρ. 4, προκειμένου να αντισταθμίσει την ανασφάλεια που προκαλούσε η απροσδιοριστία ως προς το πραγματικό μέγεθος του εκλογικού σώματος. Κατά κάποιο τρόπο, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, βρισκόμαστε μπροστά σε μια de facto επιβολή των επιλογών του κοινού νομοθέτη στον αναθεωρητικό. Σε μια άτυπη αντιστροφή της ιεραρχίας των κανόνων δικαίου. Η τυπική υπεροχή του Συντάγματος παραμένει, αλλά στο επίπεδο της κανονιστικής ισχύος και αντοχής υπερτερεί ο κοινός νόμος.
Αυτό πάντως που δεν συμμεριζόμαστε με κανένα τρόπο είναι η απόρριψη της επιστολικής ψήφου. Κατά τα λοιπά, κυρίες και κύριοι βουλευτές, το νομοσχέδιο αποτελεί ένα πρώτο αποφασιστικό βήμα προς τη συμμετοχή των Ελλήνων του εξωτερικού στην πολιτική ζωή της χώρας και για αυτό με μεγάλη χαρά θα το υπερψηφίσουμε.