Ομιλία στην Ολομέλεια της Βουλής για τη συνταγματική αναθεώρηση (3η ημέρα – εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας, δημοψηφίσματα)

20 Νοεμβρίου 2019 Κυρίες και κύριοι βουλευτές, σήμερα θα μας απασχολήσουν ζητήματα που επειδή βρίσκονται στον πυρήνα του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, έχουν κατ’ επανάληψη στο παρελθόν προκαλέσει οριακές πολιτικές συγκρούσεις.

20 Νοεμβρίου 2019

Κυρίες και κύριοι βουλευτές, σήμερα θα μας απασχολήσουν ζητήματα που επειδή βρίσκονται στον πυρήνα του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, έχουν κατ’ επανάληψη στο παρελθόν προκαλέσει οριακές πολιτικές συγκρούσεις. ‘Έχουν σημαδέψει την πολιτική ζωή της χώρας ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα. Ιδίως το θέμα της θέσης και των αρμοδιοτήτων του Αρχηγού του Κράτους έχει ταλανίσει την πολιτική ζωή της χώρας επί δεκαετίες. Προκάλεσε έναν εθνικό διχασμό το 1915 και μισό αιώνα αργότερα έναν δεύτερο που κατέληξε στην επιβολή της απριλιανής δικτατορίας. ‘Έπρεπε να έρθει η Μεταπολίτευση, ώστε με το δημοψήφισμα του 1974 να λυθεί το ζήτημα της μορφής του πολιτεύματος, με την επιλογή της αβασίλευτης δημοκρατίας. Στην συνέχεια, η αναθεώρηση του 1986 κατήργησε τις λεγόμενες υπερεξουσίες του Προέδρου της Δημοκρατίας και έτσι έληξε επιτέλους μια μεγάλη εκκρεμότητα που είχε ταλανίσει την πολιτική ζωή του τόπου επί έξι δεκαετίες. Από τότε κατέστη αδιαμφισβήτητο ότι το πολίτευμα της Ελλάδος είναι κοινοβουλευτικό μονιστικού χαρακτήρα. ‘Ότι δηλαδή η κυβέρνηση εξαρτάται από την εμπιστοσύνη της Βουλής και μόνον και όχι και από αυτήν του Προέδρου της Δημοκρατίας, όπως άφηνε να διαφανεί το Σύνταγμά μας πριν από την αναθεώρηση του 1986. 

Επιτέλους, μπορούσε και η συνταγματική θεωρία να στρέψει το ενδιαφέρον της και σε άλλα θέματα, όπως λόγου χάρη στην καθιέρωση θεσμικών αντίβαρων, απέναντι στην ενισχυμένη εξουσία της κυβέρνησης και ιδίως του πρωθυπουργού. Σας ομολογώ λοιπόν με κάθε ειλικρίνεια ότι μου προκάλεσε μεγάλη κατάπληξη η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ να εκλέγεται ο ΠτΔ αμέσως από τον λαό σε περίπτωση που αποβούν άκαρπες οι ψηφοφορίες στη Βουλή. Καταρχάς, διότι αυτό προσκρούει στο άρθρο 30 παρ. 1 Σ., το οποίο ορίζει ότι ο ΠτΔ εκλέγεται από τη Βουλή και προφανώς εννοεί μόνον από τη Βουλή.

Και εδώ δεν είναι δυνατόν να παρακάμψει κάποιος την ασυνέπεια της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Γιατί ενώ υποστηρίζει ότι η αναθεωρητική Βουλή δεσμεύεται αυστηρά από τις κατευθύνσεις της προτείνουσας Βουλής, μας προτείνει σήμερα να προχωρήσουμε στην έμμεση και ανομολόγητη, στη λαθραία δηλαδή, αναθεώρηση του άρθρου 30Σ., το οποίο δεν περιλαμβάνεται καν στις υπό αναθεώρηση διατάξεις.

 Αλλά η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ προσκρούει και στο άρθρο 110 παρ. 1 Σ., που ορίζει ότι δεν αναθεωρούνται οι διατάξεις εκείνες που καθορίζουν τη βάση και τη μορφή του Πολιτεύματος ως Προεδρευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας.

Εάν, κυρίες και κύριοι, επικρατούσε αυτή η πρόταση, θα καθιερώναμε ουσιαστικά καθεστώς ημιπροεδρικού συστήματος, αφού μοιραία θα καταλήγαμε κάποια στιγμή στην εξάρτηση της κυβέρνησης και από την εμπιστοσύνη ενός πανίσχυρου, αφού θα ήταν εκλεγμένος από τον λαό, ΠτΔ.

Θα γυρίζαμε ουσιαστικά έναν αιώνα πίσω. Αναπόφευκτα κάποια στιγμή θα είχαμε έναν Πρόεδρο της Δημοκρατίας εκλεγμένο απευθείας από τον λαό και άρα εξοπλισμένο με λαϊκή νομιμοποίηση αντίστοιχη της Βουλής. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ιδιαιτέρως ευφάνταστος για να υποθέσει ότι αργά ή γρήγορα θα φτάναμε σε σύγκρουση μεταξύ της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και του εκλεγμένου από τον λαό Προέδρου. Δηλαδή σε πολιτειακή κρίση.

Με την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ θα πετάγαμε ουσιαστικά στο καλάθι των αχρήστων την αναθεώρηση του 1986, την οποία, σήμερα πια, ουδείς αμφισβητεί.

Από την άλλη πλευρά, όμως, έχουμε την πρόταση της Νέας Δημοκρατίας, που καταλήγει στο εκ διαμέτρου αντίθετο αποτέλεσμα. Η σημερινή πλειοψηφία ουσιαστικά αυτοπαγιδεύτηκε, καθώς ανοίγει τον δρόμο στο ενδεχόμενο κάποια στιγμή να αναδείξουμε Πρόεδρο της Δημοκρατίας με την απλή πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών. Θα έχουμε δηλαδή έναν Αρχηγό του Κράτους μειωμένου κύρους.

Η λέξη “κύρος”, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, έχει εδώ μεγάλη σημασία. Γιατί μας παραπέμπει στη διάκριση του ρωμαϊκού δικαίου μεταξύ auctoritas και potestas. Potestas είναι η εξουσία, η ισχύς, η δύναμη επιβολής. Τα περισσότερα κρατικά όργανα της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας ασκούν potestas. Αρχίζοντας από τη Βουλή που θέτει τους γενικούς κανόνες δικαίου που μας επιβάλλουν ή μας απαγορεύουν ή μας επιτρέπουν κάτι, μέχρι τον  δημόσιο υπάλληλο, ο οποίος ως μέλος ενός πειθαρχικού συμβουλίου επιβάλλει την ποινή της απόλυσης σε συνάδελφό του, τα όργανα της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας, θέτουν και εκτελούν αντίστοιχα κανόνες δικαίου με τη εξουσιαστική δύναμη της επιβολής. Τη νομιμοποίηση να ασκούν αυτόν τον καταναγκασμό, στη δική μας έννομη τάξη, την αντλούν από τη δημοκρατική αρχή, ειδικότερα από την αρχή της πλειοψηφίας που προϋποθέτει αντιπαράθεση και σύγκρουση.

Ακριβώς επειδή στο πολίτευμά μας ενυπάρχει η σύγκρουση ως παράγωγο της ιδεολογικής και πολιτικής αντιπαράθεσης, το Σύνταγμα ως αντιστάθμισμα προβλέπει και κάποια άλλα όργανα που τα εξοπλίζει με auctoritas, δηλαδή με κύρος ή αυθεντία. Authority στα αγγλικά. Τα όργανα αυτά τα περιβάλλουμε με εγγυήσεις πολιτικής αντικειμενικότητας και αμεροληψίας, προκειμένου να τα κρατάμε, όσο αυτό είναι δυνατόν, εκτός της πολιτικής αντιπαράθεσης. Τέτοιου είδους όργανα είναι αυτά που απαρτίζουν τη δικαστική εξουσία και οι ανεξάρτητες αρχές. Δεν θα ασχοληθώ όμως με αυτά σήμερα, γιατί το θέμα μας είναι το τρίτο όργανο που πρέπει να απολαμβάνει auctoritas, ο ΠτΔ. Επειδή η κομματική σύγκρουση ενδέχεται σε οριακές καταστάσεις πόλωσης και διχασμού να απειλήσει τα θεμέλια που στηρίζουν και συνέχουν την Πολιτεία, χρειάζεται ένας ΠτΔ που να αντλεί όχι τόσο εξουσία όσο κύρος. Αυτό δηλαδή που σύμφωνα με το Σύνταγμα, ως έχει σήμερα, το προσδίδει μια αυξημένη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, που υπερβαίνει τα όρια της κυβερνητικής πλειοψηφίας. Γιατί αποστολή του ΠτΔ είναι να αίρεται υπεράνω της πολιτικής σύγκρουσης ως “ρυθμιστής” του πολιτεύματος, όπως ρητά προβλέπει το Σύνταγμα. Εκείνος δηλαδή που καλείται να αποκαταστήσει τον κανονικό ρυθμό της λειτουργίας του πολιτεύματος, όταν ο ρυθμός αυτός διαταράσσεται λόγω της σφοδρότητας της πολιτικής σύγκρουσης. Προκειμένου μάλιστα να ενισχύσουμε τον ρυθμιστικό ρόλο του ΠτΔ, προτείνουμε να μπορεί ο ίδιος, χωρίς  προσυπογραφή του Πρωθυπουργού, να απευθύνει διαγγέλματα και να συγκαλεί το Συμβούλιο των πολιτικών αρχηγών.

Με άλλα λόγια, η πρόταση της ΝΔ, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την ίδια την αποστολή του “ρυθμιστή”, έτσι όπως αυτή προκύπτει σήμερα από το Σύνταγμα.

Κατά τα λοιπά, θεωρώ άνευ ενδιαφέροντος την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ να κατέχει απαραίτητα την ιδιότητα του βουλευτή ο πρωθυπουργός. Πρόταση που συνυφαίνεται με την ανεξήγητη εμπάθεια που τρέφει ο ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στον κύριο Λουκά Παπαδήμο, ένα σεμνό άνθρωπο, ένα διεθνώς διακεκριμένο τεχνοκράτη που στην κυριολεξία έσωσε τη χώρα. Ούτε όμως η εποικοδομητική πρόταση δυσπιστίας παρουσιάζει, σήμερα πια, κάποιο ενδιαφέρον.

Πρέπει πάντως να αναγνωρίσουμε ότι και οι δύο αυτές προτάσεις του Σύριζα είναι στενά συνυφασμένες με την απλή αναλογική. ‘Όπως έχει αποδείξει η εμπειρία, στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς, το σύστημα της απλής αναλογικής συχνά οδηγεί, όχι πάντοτε αλλά πάντως συχνά, σε κυβερνήσεις συμβιβασμού που ενσαρκώνεται στο πρόσωπο ενός κομματικά άχρωμου τεχνοκράτη. Αλλά αυτό, όπως είδαμε, δεν το θέλει ο ΣΥΡΙΖΑ. Η εποικοδομητική πρόταση δυσπιστίας, επίσης, είναι στενά συνυφασμένη με το σύστημα της απλής αναλογικής. Αποσκοπεί να διασφαλίσει την κυβερνητική σταθερότητα που απειλείται από τον κατακερματισμό της Βουλής που προκαλεί η απλή αναλογική. Υποχρεώνει δηλαδή τις πολιτικές δυνάμεις που συμφωνούν να ανατρέψουν μια κυβέρνηση, να έχουν έτοιμη και την εναλλακτική λύση. Για αυτό και ονομάζεται αυτή η πρόταση δυσπιστίας “εποικοδομητική”.

Την άποψή μου για την πρόταση περί δημοψηφισμάτων στις περιπτώσεις της παρ. 2 του άρθρου 28 και της παρ. 2 του άρθρου 44 την κατέθεσα στην Επιτροπή. Η εμπειρία του δημοψηφίσματος του 2015 αποτελεί μία μαύρη σελίδα στην μεταπολιτευτική μας ιστορία. Το δημοψήφισμα αυτό πάσχει ως προς τον τρόπο που διεξήχθη, ως προς το ερώτημα που ετέθη και, τελικά, ως προς την τύχη που η τότε κυβέρνηση επεφύλαξε στη λαϊκή ετυμηγορία. Πιστεύω ότι ο μόνος λόγος για τον οποίο ο ΠτΔ έστερξε σε αυτό το εγχείρημα, ήταν για να μην αναβαθμίσει σε πολιτειακή κρίση την οξύτατη πολιτική σύγκρουση που είχε ξεσπάσει με  την αναγγελία του δημοψηφίσματος από τον τότε πρωθυπουργό.

Θέλω όμως να σταθώ στο άρθρο 73 και την πρόταση που έκανε το Κίνημα Αλλαγής για την λεγόμενη «λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία».

Προτείνουμε την προσθήκη της παραγράφου 6 στο άρθρο 73 η οποία αναφέρει ότι: «Με υπογραφή πεντακοσίων χιλιάδων πολιτών μπορούν να καταρτίζονται και να κατατίθενται προτάσεις νόμων στη Βουλή, οι οποίες, με απόφαση του Προέδρου της υποβάλλονται υποχρεωτικά προς συζήτηση στην Ολομέλεια της Βουλής». Όπως διατύπωσε εύστοχα και ο γενικός μας εισηγητής του Κινήματος Αλλαγής στην Επιτροπή Ανδρέας Λοβέρδος, με την πρότασή μας δημιουργείται ένα νέο πολιτικό δικαίωμα, το οποίο συνιστά λελογισμένη εμβάθυνση της δημοκρατίας και είναι απόλυτα συνεπής με τον κοινοβουλευτικό χαρακτήρα του πολιτεύματος. Βάσει του πίνακα που κατέθεσε στην Επιτροπή ο Πρόεδρός της κ. Ευρυπίδης Στυλιανίδης, η λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία προβλέπεται στις 21 από τις 47 χώρες του Συμβουλίου της Ευρώπης, εκ των οποίων οι 10 από είναι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Και η πρότασή μας στο άρθρο 73 συνοδεύεται από ακόμα μία: Η «Πρόταση νόμου που κατατίθεται από την αντιπολίτευση εισάγεται υποχρεωτικά στην ημερήσια διάταξη της Ολομέλειας της Βουλής». Αυτή η πρόταση αποτελεί μία ουσιαστική αναβάθμιση του ρόλου της αντιπολίτευσης, την ενίσχυση του προγραμματικού και όχι του καταγγελτικού της χαρακτήρα.

Τελειώνοντας, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, επιτρέψτε μου να τονίσω ότι η περί της εκλογής του ΠτΔ συζήτηση είναι άκρως διαφωτιστική. Γιατί φέρνει στο φως το μεγάλο πρόβλημα της πολιτικής μας ζωής. Την αδυναμία να συμφωνήσουμε επιτέλους ότι κάποιοι θεμελιώδεις θεσμοί και κανόνες της πολιτικής ζωής πρέπει να παραμένουν στο απυρόβλητο. Αυτό δεν θα το διασφαλίσουμε ποτέ αναθεωρώντας το Σύνταγμα, με όσες εγγυήσεις και αν περιβάλουμε τις νέες διατάξεις.

Τρέφουμε την αυταπάτη και τη μεταδίδουμε και στον λαό, όσο πια κατορθώνουμε να κρατήσουμε την προσοχή του, ότι μεταρρυθμίζοντας τον θεμελιώδη νόμο του Κράτους μπορούμε να βελτιώσουμε αυτομάτως και την ποιότητα της πολιτικής αντιπαράθεσης. Αυτό είναι μια μεγάλη παρεξήγηση. Μεγάλες συνταγματικές μεταρρυθμίσεις είναι εκείνες που είτε ανοίγουν τον δρόμο στον κοινό νομοθέτη να συντονίσει τον βηματισμό του με την κοινωνική εξέλιξη, είτε ανοίγουν το παιχνίδι σε νέες πολιτικές δυνάμεις που το κατεστημένο κρατά στο περιθώριο. Οι αλλαγές εκείνες που απλώς έρχονται να αλλάξουν τους συνταγματικούς κανόνες, όχι επειδή οι ίδιοι πάσχουν, αλλά επειδή δολίως εφαρμόσθηκαν εσφαλμένα από τα πολιτικά κόμματα, δεν χρησιμεύουν σε τίποτα. Γιατί το πρόβλημα εδώ δεν είναι συνταγματικό, αλλά πολιτικό. Είναι ζήτημα πολιτικών ηθών. Σε τελική ανάλυση είναι θέμα αυτοσυγκράτησης (self restraint) των πολιτικών δυνάμεων. Κάποια στιγμή σε αυτή τη χώρα θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι η δημοκρατία εμπεριέχει την πολιτική σύγκρουση που διασφαλίζει την εναλλαγή στην εξουσία και την ανανέωση της πολιτικής ζωής, αλλά και η σύγκρουση αυτή έχει τα όριά της. Εδώ υπεισέρχεται η ηθική της ευθύνης στην οποία οφείλει να υπακούει η δράση των πολιτικών δυνάμεων. Αυτό όμως δεν θα μας το διδάξει καμία συνταγματική θεωρία και κανένα σύνταγμα.

Μοιραστείτε

Share on facebook
Share on google
Share on twitter
Share on linkedin
Share on pinterest
Share on print
Share on email