19 Νοεμβρίου 2019
Κυρίες και κύριοι βουλευτές, ακούγοντας τις αγορεύσεις των μελών της πλειοψηφίας, διαμόρφωσα την εντύπωση πως εκτός του άρθρου 21 τίποτα άλλο δεν πρόκειται να αλλάξει, είτε πρόκειται για τις σχέσεις Κράτους- Εκκλησίας είτε πρόκειται για τα κοινωνικά δικαιώματα ή ακόμη και για την παρ. 2 του άρθρου 5 του Συντάγματος που αφορά την άρση των διακρίσεων στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας λόγω φύλου, ταυτότητας φύλου και σεξουαλικού προσανατολισμού.
‘Ολα αυτά αποτελούν ακόμη μία απόδειξη του ότι αυτή η αναθεώρηση δεν έπρεπε να ολοκληρωθεί γιατί είναι κολοβή. Έπρεπε να διακοπεί και να ξεκινήσουμε, αμέσως μετά, από την αρχή.
Αρχίζω από το άρθρο 3, πάνω στο οποίο ο Σύριζα επένδυσε άφθονο πολιτικό και ιδεολογικό κεφάλαιο. Επανειλημμένα, τόσο στην Επιτροπή της προτείνουσας Βουλής, όσο και στην Επιτροπή της Αναθεωρητικής, ισχυρίστηκε ο Σύριζα ότι η αναθεώρηση του άρθρου 3 είναι πλέον «ώριμη» και ότι συμβαδίζει με τη νεωτερικότητα. Αλήθεια, πού βρισκόταν όλη αυτή η προοδευτική σπουδή, όταν ο Σύριζα συνεργαζόταν με τον Πάνο Καμμένο και τους ΑΝΕΛ; Ποιά νεωτερικότητα επέβαλλε την αποπομπή του Νίκου Φίλη από τη θέση του Υπουργού Παιδείας το 2016, επειδή η Εκκλησία της Ελλάδος διαφώνησε με τις τότε προωθούμενες αλλαγές στον τρόπο διδασκαλίας των Θρησκευτικών;
Ας μιλήσουμε συγκεκριμένα. Το άρθρο 3 αποτυπώνει τις σχέσεις Εκκλησίας-Πολιτείας, όπως αυτές έχουν διαμορφωθεί ιστορικά. Τις ειδικότερες πτυχές του άρθρου τις έχει αναλύσει ο γενικός αγορητής μας Ανδρέας Λοβέρδος και δεν χρειάζεται να τις επαναλάβω. Είναι πάντως υπεκφυγή να λέμε ότι τα περί “επικρατούσας θρησκείας” έχουν απλώς ιστορικό-διαπιστωτικό χαρακτήρα. Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, δεν υπάρχει συνταγματική διάταξη που να στερείται κανονιστικής ισχύος. ‘Ετσι συμβαίνει και με την περί επικρατούσας θρησκείας διάταξη, η οποία αναπτύσσει έμμεση, αλλά πάντως αποφασιστική, επιρροή. Δείτε πώς το ΣτΕ ερμηνεύει την παρ. 2 του άρθρου 16 Σ. όπου προβλέπεται ως αποστολή της παιδείας να “αναπτύσσει την θρησκευτική συνείδηση των μαθητών. Μόλις προ ολίγων εβδομάδων, το δικαστήριο (αποφάσεις 1749-1752/2019 χρησιμοποίησε ερμηνευτικά την “επικρατούσα θρησκεία”, προκειμένου να αποφανθεί ότι στο άρθρο 16 παρ. 2 ο συντακτικός νομοθέτης καθιερώνει μάθημα θρησκευτικών ομολογιακού χαρακτήρα. Ο ΣΥΡΙΖΑ όμως φοβήθηκε ότι εάν πηγαίναμε κατευθείαν να αναθεωρήσουμε το άρθρο 16 παρ. 2, θα ανοίγαμε τον δρόμο στην καθιέρωση ιδιωτικών ΑΕΙ. Αυτό είναι ένα σύμπτωμα ιδεολογικής καθήλωσης που τελικά έχει ένα τεράστιο θεσμικό κόστος στο πεδίο των ατομικών δικαιωμάτων.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, θα συμφωνήσω με τον εισηγητή της μείζονος αντιπολίτευσης που είπε στην Επιτροπή ότι είναι απαράδεκτο στον 21ο αιώνα ο Υπουργός Παιδείας να είναι κριτής των ενστάσεων όταν εκλέγεται ο Αρχιεπίσκοπος ή διορίζονται οι Μητροπολίτες με προεδρικό διάταγμα. Από την άλλη, όμως, ο τρόπος που χειρίστηκε ο Σύριζα τις σχέσεις Κράτους-Εκκλησίας ήταν η πλήρης απάρνηση των θέσεών του. Και επειδή ακούσαμε διάφορα βαρύγδουπα για “μάχες ιδεών” και για το Σύνταγμα ως συμπύκνωση ιδεολογικών συγκρούσεων, καλό είναι να θυμόμαστε ότι οι πραγματικές ιδεολογικές μάχες δίνονται στο πεδίο της καθημερινής πολιτικής. Και τη συνέπεια του καθενός τη μετράμε με ακρίβεια, όταν αυτός κατεξοχήν καλείται να εφαρμόσει τις ιδέες του εμπράκτως, ως κυβέρνηση πια· όχι όταν εκ των των υστέρων και εκ του ασφαλούς ρητορεύει στο πλαίσιο μιας συνταγματικής αναθεώρησης.
Περνώντας τώρα στην ενότητα των κοινωνικών δικαιωμάτων, επαναλαμβάνω αυτό που είπα για το άρθρο 3: Ο ΣΥΡΙΖΑ άλλα πρότεινε στην Αναθεώρηση και άλλα έπραξε ως κυβέρνηση. Η αλήθεια είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είχε μία πληθωρική, μην πω πληθωριστική πρόταση στο κεφάλαιο των κοινωνικών δικαιωμάτων, τόσο στο άρθρο 21 όσο και στο άρθρο 22. Βέβαια, όλοι γνωρίζουμε ότι μόλις πριν από μερικές εβδομάδες το Συμβούλιο της Επικρατείας κατέστησε πολλές από τις διατάξεις της ασφαλιστικής νομοθεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, ως προς το ύψος των ασφαλιστικών εισφορών, αντισυνταγματικές με τις αποφάσεις 1880 και 1888 του 2019.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, επιτρέψτε μου να κάνω μία ειδικότερη μνεία στην αναθεώρηση της παρ. 2 του άρθρου 5 του Συντάγματος και έπειτα μία συνολικότερη τοποθέτηση για τα κοινωνικά δικαιώματα.
Η συνταγματική κατοχύρωση του γενετήσιου αυτοπροσδιορισμού και της ταυτότητας φύλου αποτελεί ειδικότερη έκφανση της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας, όπως εκείνη κατοχυρώνεται στην παρ. 1 του άρθρου 5 του Σ. Ωστόσο, η διάταξη αυτή περιλαμβάνει έναν περιορισμό που πρέπει στη συγκεκριμένη περίπτωση να αποφύγουμε. Εννοώ τα “χρηστά ήθη”. Μια γενική ρήτρα που μπορεί ανάλογα με τη συγκυρία να οδηγήσει σε πλήρη υποβάθμιση ειδικές εκφάνσεις της προσωπικότητας, ιδίως εκείνες που ερεθίζουν τα συντηρητικά αντανακλαστικά της κοινωνίας.
Το νόημα της παρ. 2 ποιο είναι στην πραγματικότητα; Ότι, αφού αυτοκαθοριστείς με βάση την παρ. 1, απαγορεύεται να υφίστασαι διακρίσεις για αυτό που επέλεξες να είσαι. Και η κατοχύρωση της απόλυτης προστασίας της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας χωρίς διάκριση φύλου, σεξουαλικού προσανατολισμού και ταυτότητας φύλου είναι κάτι που συμβαδίζει πλήρως με τη σύγχρονη κοινωνική εξέλιξη. Όχι μόνο γιατί γυναίκες και άνδρες προσεγγίζουν το καθεστώς της πλήρους ισότητας, αλλά και επειδή τα άτομα της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας μπορούν πλέον να αναπτύσσουν την προσωπικότητά τους περισσότερο ελεύθερα σε σχέση με το παρελθόν.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, εδώ υπεισέρχεται η πρόβλεψη για τη συνταγματική κατοχύρωση του αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης μέσω της κατοχύρωσης του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος. Το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα μπορεί να ιδωθεί τόσο υπό μία πολιτική, όσο και υπό μία συνταγματική οπτική.
Ως προς τη πολιτική οπτική, το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα μπορεί να έχει ευεργετικές επιπτώσεις τόσο ως προς την άμβλυνση των συνεπειών της ακραίας φτώχειας, όσο και στην επανένταξη όσων βιώνουν τον κοινωνικό αποκλεισμό. Για να έχει πάντως το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα πραγματικό αντίκρισμα, χρειάζεται μια δυναμική οικονομία και ένα στιβαρό κοινωνικό κράτος. ‘Ομως η μεν ελληνική οικονομία μόλις τώρα προσπαθεί να συνέλθει από τις επιπτώσεις της δεκαετούς κρίσης, το δε κοινωνικό κράτος, εκτός του ότι φέρει και αυτό όλες τις πληγές της ελληνικής δημόσιας διοίκησης, χρησιμοποιήθηκε από το πολιτικό μας σύστημα ως ένας πυλώνας πελατειασμού, κυρίως μέσω της άκρατης χορήγησης πάσης φύσεως επιδομάτων σε δικαιούχους και μη δικαιούχους αδιακρίτως.
Η κατοχύρωση ενός αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης ενισχύεται βεβαίως από το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, δεν μπορεί όμως να καθηλωθεί σε αυτό. Το κράτος πρόνοιας δεν ταυτίζεται με την εισοδηματική παροχή. Είναι κάτι πολύ ευρύτερο. Συνδέεται πρωτίστως με την παροχή υπηρεσιών κοινωνικής φροντίδας και μάλιστα μέσα από τους ΟΤΑ. Ως πρώην δήμαρχος Αθηναίων, θυμίζω ότι κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, οι δήμοι βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή του κοινωνικού κράτους και του κράτους πρόνοιας, προσπαθώντας να βοηθήσουν Έλληνες και αλλοδαπούς αδιακρίτως. ‘Ολους εκείνους που αντιμετώπιζαν το φάσμα της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού. Αυτός είναι απλώς ένας από τους πολλούς λόγους, για τους οποίους επέμεινα χτες στον μεγάλο απόντα αυτής της αναθεώρησης που είναι η τοπική αυτοδιοίκηση.
Αξίζει σε αυτό το σημείο να θυμίσω στο Σώμα ότι η συνταγματική αναθεώρηση του άρθρου 21 παρ. 1 του Συντάγματος είχε περιληφθεί ως πρόταση ήδη από τον Δεκέμβριο του 2014, όταν στο Υπουργείο Εργασίας, ο Βασίλης Κεγκέρογλου θα το θυμάται βεβαίως, είχε εκπονήσει το «Εθνικό Στρατηγικό Πλαίσιο για την Κοινωνική Ένταξη», ένα ολοκληρωμένο σχέδιο που αποσκοπούσε στην απάμβλυνση των ανισοτήτων, τον εκσυγχρονισμό των δημόσιων πολιτικών ένταξης και την αναβάθμιση του πλαισίου συνεργασίας κράτους, κοινωνίας των πολιτών και αγοράς. Η πρόβλεψη για ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα εντασσόταν στους πυλώνες της Εθνικής Στρατηγικής που αφορούσαν την καταπολέμηση της φτώχειας, την πρόσβαση σε υπηρεσίες και στην αγορά εργασίας χωρίς αποκλεισμούς Οφείλουμε να κατοχυρώσουμε το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα όχι με όρους «παγίδας φτώχειας», αλλά με όρους κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής ένταξης του ωφελούμενου.