Ομιλία στην Ολομέλεια για την «ταχεία πολιτική δίκη» και τις αλλαγές στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας

Η ομιλία του Γιώργου Καμίνη στην Ολομέλεια της Βουλής, κατά τη συζήτηση του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης «Ταχεία πολιτική δίκη, προσαρμογή των διατάξεων της πολιτικής δικονομίας για την ψηφιοποίηση της πολιτικής δικαιοσύνης, άλλες τροποποιήσεις

11 Οκτωβρίου 2021

  • Tο υπό συζήτηση νομοσχέδιο φέρει στον τίτλο του τη φράση «ταχεία πολιτική δίκη» και αναρωτιέμαι ποιο είναι το κέντρο βάρους του νομοσχεδίου; Οι επιμέρους τροποποιήσεις σειράς διατάξεων του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας; Ή η εισαγωγή της πιλοτικής δίκης στην πολιτική δικαιοσύνη, όπως προβλέπει το άρθρο 2;
  • Γιατί φοβούμαι πως η πιλοτική δίκη ακυρώνει τον σκοπό του νομοθέτη, που είναι η επιτάχυνση της πολιτικής δίκης, όπως θα έχω την ευκαιρία να αναπτύξω στη συνέχεια.
  • Ως προς τα επιμέρους προβληματικά σημεία του νομοσχεδίου, όπως επί παραδείγματι το άρθρο 3, που περιορίζει ακόμη περισσότερο την αρχή της προφορικότητας της πολιτικής δίκης, το άρθρο 61, που επαναφέρει την αναστολή αναγκαστικής εκτέλεσης μόνο επί κινητών και όχι και επί ακινήτων και το άρθρο 68 που αφορά τον μηχανισμό αυτόματης μείωσης της αξίας του ακινήτου στο 65% χωρίς παρεμβολή του δικαστηρίου σε περίπτωση που έχουν ήδη κηρυχθεί άγονοι προηγούμενοι πλειστηριασμοί, εμπεριστατωμένη κριτική έχει ασκήσει η εισηγήτριά μας Νάντια Γιαννακοπούλου.  
  • Επιτρέψτε μου να σταθώ στο θέμα που σχεδόν μονοπώλησε τη συζήτηση στις συνεδριάσεις της Επιτροπής, που δεν είναι άλλο από την εισαγωγή της πιλοτικής δίκης με το άρθρο 2 του νομοσχεδίου. 
  • Ισχυριστήκατε επανειλημμένα ότι το άρθρο 2 ουσιαστικά προσπαθεί να αντιγράψει την επιτυχημένη πρακτική της πιλοτικής δίκης που θεσπίστηκε με τον ν. 3900/2010. ‘Ομως προκύπτει σειρά σημαντικών διαφορών.
  • Πρώτον, όπως διαβάζουμε στην αιτιολογική έκθεση του ν. 3900/2010, της κατάθεσης του νόμου αυτού προηγήθηκε το Πρακτικό 4/2010 του Συμβουλίου της Επικρατείας, το οποίο ζήτησε σειρά αλλαγών για την επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης στο Ανώτατο αυτό Δικαστήριο. Εσείς ικανοποιείτε αντίστοιχο αίτημα του Αρείου Πάγου; Διότι στις συνεδριάσεις των Επιτροπών ακούσαμε επανειλημμένα να μας περιγράφετε τις ανάγκες που έχει η Δικαιοσύνη, την ίδια τη Δικαιοσύνη όμως δεν την ακούσαμε να μιλάει.
  • Δεύτερον, το κατώτερο δικαστήριο μπορεί να παραπέμψει προδικαστικό ερώτημα στον Άρειο Πάγο.
  • Αντίστοιχη πρόβλεψη δεν υπάρχει στο ν. 3900/2010. Και αν για την ανάγκη της συζήτησης υποθέσουμε ότι η παραπομπή από κατώτερο δικαστήριο σε ανώτερο είναι θεμιτή, αναλογιζόμενοι και τον αντίστοιχο μηχανισμό που ισχύει σε επίπεδο ενωσιακού δικαίου, το γεγονός ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί με απλή πράξη του να παραπέμψει νομικό ζήτημα, είναι εξόχως προβληματικό κι αυτό έχει να κάνει τόσο με την ύλη των ιδιωτικών διαφορών, όσο και με τη συνταγματική θέση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.
  • Οι διαφορές δημοσίου δικαίου διαφέρουν από τις αντίστοιχες του ιδιωτικού. Όχι μόνο επειδή στην πρώτη περίπτωση ο ένας διάδικος είναι πάντοτε ο ίδιος, το δημόσιο, αλλά και επειδή η ύλη των ιδιωτικών διαφορών είναι τόσο πολύμορφη και περιπτωσιολογική, που αδυνατώ να καταλάβω πώς αυτές θα «ομαδοποιηθούν» κάτω από μία «απόφαση-πιλότο» της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου.
  • Υπάρχει ο κίνδυνος μία αξιολόγηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ότι ένα νομικό ζήτημα αποκτά γενικό ενδιαφέρον να συμπίπτει με αντίστοιχη αξιολόγηση που κάνει η εκάστοτε κυβέρνηση. Δεν λέω ότι αυτό θα συμβεί οπωσδήποτε. Δυστυχώς όμως ο τρόπος διορισμού της ηγεσίας των Ανωτάτων Δικαστηρίων από το Υπουργικό Συμβούλιο μέσω της παρ. 5 του άρθρου 90 του Συντάγματος αφήνει πάντοτε παράθυρο για τέτοιες εκτιμήσεις. 
  • Επιχειρείται μία πρωτοφανής ρύθμιση των ιδιωτικών σχέσεων, σε ένα ευρύ φάσμα περιπτώσεων, όπου υπάρχει ανισορροπία ισχύος μεταξύ των διαδίκων. Πολύ φοβούμαι πως ο ισχυρότερος διάδικος θα επιδιώξει την απευθείας προσφυγή στον μηχανισμό της πιλοτικής δίκης ενώπιον του Αρείου Πάγου, διαθέτοντας όλους τους αναγκαίους πόρους για την επιτυχή έκβαση της υπόθεσής του, σε αντίθεση με τον λιγότερο ισχυρό διάδικο.
  • Πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη το εξής: Στην περίπτωση της διοικητικής δίκης, ο μηχανισμός του ν. 3900/2010 προσπάθησε να προστατεύσει τον διοικούμενο και από την αλόγιστη άσκηση ενδίκων βοηθημάτων από την πλευρά του Δημοσίου. Είναι λογικό να αναγνωριστεί στον διοικούμενο η δυνατότητα να θέσει τη διαφορά του με το Δημόσιο ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Στην περίπτωση της πολιτικής δίκης όμως, ο αντισυμβαλλόμενος σε μία ιδιωτική σχέση πολλές φορές είναι ο αδύναμος και ο ισχυρότερος θα επιδιώξει να κάνει χρήση μονομερώς αυτής της δυνατότητας.
  • Μία τρίτη διαφορά είναι ότι στο άρθρο 2 του ν. 3900/2010 προβλέπεται αίτηση αναίρεσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας στην περίπτωση που ένα διοικητικό δικαστήριο κρίνει διάταξη τυπικού νόμου αντισυνταγματική ή αντίθετη σε άλλη υπερνομοθετική διάταξη. Παρόμοια πρόβλεψη δεν υπάρχει εδώ και αυτό συσκοτίζει έτι περαιτέρω το αληθές περιεχόμενο και την αληθή στόχευση του άρθρου 2. Η υφιστάμενη πρόβλεψη του άρθρου 563 παρ. 2 περ. β) ΚΠολΔικ ορίζει ότι το Τμήμα του Αρείου Πάγου που δικάζει είναι υποχρεωμένο να παραπέμψει την εκδίκαση της υπόθεσης στην Ολομέλεια αν η απόφασή του για την αίτηση αναίρεσης αρνείται να εφαρμόσει νόμο ως αντισυνταγματικό. Προκύπτει λοιπόν ένα νομοθετικό κενό, γιατί το υφιστάμενο πλαίσιο παραπέμπει ζήτημα αντισυνταγματικότητας σε επίπεδο Τμήματος του Αρείου Πάγου. Τι θα γίνει στην περίπτωση που ανάλογη παραπομπή γίνει από Μονομελές Πρωτοδικείο; Εισάγεται επομένως από την πίσω πόρτα  ένα ακόμα στοιχείο συγκέντρωσης του ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων, ο οποίος σύμφωνα με το άρθρο 93 παρ. 4 του Συντάγματος, είναι διάχυτος και παρεμπίπτων. 
  • Βέβαια, το σύστημα ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων στην Ελλάδα πέραν του διάχυτου, περιλαμβάνει και στοιχεία συγκέντρωσης, όπως είναι για παράδειγμα η πρόβλεψη του στοιχείου ε’ της παρ. 1 του άρθρου 100 περί συγκέντρωσης του ελέγχου στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, η παρ. 5 του άρθρου 100 του Συντάγματος και τέλος ο μηχανισμός του ν. 3900/2010 για τις διοικητικές διαφορές. Αν προστεθεί και ο επιπλέον μηχανισμός με το παρόν σχέδιο νόμου, το εκκρεμές από τον διάχυτο στον συγκεντρωτικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων μετατοπίζεται σημαντικά και αυτό συνταγματικά είναι προβληματικό. Και αποτελεί ειρωνεία της ιστορίας ότι ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων ξεκίνησε στην Ελλάδα με μία απόφαση του Αρείου Πάγου, την 23 του 1897. 
  • Με βάση τις ανωτέρω σκέψεις, πιστεύω ότι ότι πρέπει να αλλάξει το άρθρο 2 του νομοσχεδίου. Για τα ζητήματα συνταγματικότητας υπάρχει ήδη η πρόβλεψη του άρθρου 563 παρ. 2 περ. β) του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Ως προς τα υπόλοιπα νομικά ζητήματα, αν τελικά επιμείνετε να παραμείνει κάτι, ας είναι η πρόβλεψη του προδικαστικού ερωτήματος προς την Ολομέλεια του Αρείου Πάγου. 
  • Οι πιο πάνω σκέψεις καθιστούν το άρθρο 2 προβληματικό σε συνταγματικό επίπεδο. Το καθιστούν όμως και σε πρακτικό, αφού είναι σχεδόν βέβαιη η συσσώρευση χιλιάδων εκκρεμών υποθέσεων ενώπιον του Αρείου Πάγου, επιβραδύνοντας αποφασιστικά την απονομή της δικαιοσύνης, την επιτάχυνση της οποίας δήθεν επιδιώκει το παρόν νομοσχέδιο. Ειδικά μάλιστα σε διαφορές ιδιωτικού δικαίου, η απονομή της δικαιοσύνης πρέπει να πηγαίνει στον πλέον εγγύτερο του πολίτη βαθμό και όχι στο ανώτερο συγκεντρωτικό επίπεδο του Αρείου Πάγου. Λησμονούμε πολύ συχνά κυρίες και κύριοι συνάδελφοι ότι το χαρακτηριστικό του συστήματος του διάχυτου ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων αποτελεί θεμελιώδες δημοκρατικό στοιχείο του πολιτεύματος. Δίνει την ευχέρεια στον κάθε πολίτη που είναι διάδικος σε μια δίκη να προασπιστεί το Σύνταγμα ενώπιον της Δικαιοσύνης. Κατ’αυτό τον τρόπο ο πολίτης συμμετέχει εμμέσως στην άσκηση της συντακτικής εξουσίας, αφού προασπίζεται την αυξημένη τυπική ισχύ του Συντάγματος αλλά και στην απονομή της δικαιοσύνης, αφού την αποτρέπει από την εφαρμογή ενός αντισυνταγματικού νόμου. ’Εμμεση επίσης μπορεί να αποδειχτεί και η συμμετοχή του στην άσκηση της νομοθετικής εξουσίας, αφού αυτός θέτει σε κίνηση μια διαδικασία που ενδέχεται να καταλήξει στη νομοθετική κατάργηση του νόμου εκείνου, τον οποίο η δικαιοσύνη, μετά από την ένσταση του ίδιου πολίτη θα έχει χαρακτηρίσει ως αντισυνταγματικό.

 

Μοιραστείτε

Share on facebook
Share on google
Share on twitter
Share on linkedin
Share on pinterest
Share on print
Share on email